Uninventive είναι επίθετο.
/ʌnɪnˈvɛntɪv/
Η λέξη uninventive χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που δεν έχει ιδέες, φαντασία ή δημιουργικότητα. Συνήθως αναφέρεται σε έργα, προτάσεις ή ανθρώπους που δεν προσφέρουν νέες ή καινοτόμες προσεγγίσεις.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης δεν είναι ιδιαίτερα υψηλή και χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο, όπως κριτικές έργων ή σε συζητήσεις σχετικά με την τέχνη και την καινοτομία.
Οι ιδέες του θεωρήθηκαν μη εφευρετικές από τους κριτικούς.
The film was entertaining but ultimately uninventive.
Η ταινία ήταν διασκεδαστική αλλά τελικά αδιάφορη.
She found the project uninventive and suggested new approaches.
Η λέξη uninventive δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να έχει σχέση με εκφράσεις που σχετίζονται με την έλλειψη δημιουργικότητας.
Μια μη εφευρετική προσέγγιση μπορεί να οδηγήσει σε στάδια στην πρόοδο.
The designs were criticized for being uninventive and bland.
Οι σχεδιασμοί επικρίθηκαν για το ότι ήταν μη εφευρετικοί και άχρωμοι.
She wanted to break free from her uninventive routine.
Ήθελε να απελευθερωθεί από την μη εφευρετική ρουτίνα της.
His work was often seen as uninventive, lacking any real inspiration.
Η λέξη uninventive προέρχεται από το «un-», που σημαίνει «όχι» ή «χωρίς», και το «inventive», το οποίο προέρχεται από το λατινικό «inventivus», που σημαίνει «ικανός να εφεύρει».
Συνώνυμα: - μη δημιουργικός - ακατέργαστος - παραδοσιακός
Αντώνυμα: - εφευρετικός - δημιουργικός - καινοτόμος