union suit - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

union suit (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Union suit: ουσιαστικό (noun)

Φωνητική μεταγραφή

/ˈjun.jən su:t/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Ένα union suit αναφέρεται σε ένα ενιαίο κομμάτι ρούχων που καλύπτει το σώμα, συνήθως από το λαιμό έως τους καρπούς και τους αστραγάλους. Χρησιμοποιείται συχνά ως εσώρουχο ή για να κρατάει ζεστό το σώμα σε κρύες καιρικές συνθήκες. Είναι πιο γνωστός για την χαρακτηριστική του σχεδίαση που περιλαμβάνει συνήθως κουμπιά ή φερμουάρ μπροστά.

Στη γλώσσα Αγγλικά, το "union suit" χρησιμοποιείται κυρίως σε χειμωνιάτικες περιγραφές ρούχων και είναι πιο κοινό σε γραπτό κείμενο παρά σε προφορικό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. He decided to wear a union suit under his clothes to stay warm.
  2. Αποφάσισε να φορέσει μια ενωμένη στολή κάτω από τα ρούχα του για να μείνει ζεστός.

  3. The old-fashioned union suit is making a comeback in modern fashion.

  4. Η παλιομοδίτικη ενωμένη στολή κάνει μια επιστροφή στη σύγχρονη μόδα.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Το "union suit" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενο σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες φράσεις που περιλαμβάνουν την έννοια της ζεστασιάς και της άνεσης:

  1. "Catch a chill in your union suit"
  2. Πιάσε κρύο με την ενωμένη στολή σου. (Σημαίνει να βρείς ανακούφιση ή ζεστασιά σε κρύες συνθήκες.)

  3. "Snug as a bug in a union suit"

  4. Άνετος όπως ένα σκαθάρι σε ενωμένη στολή. (Είναι μια παραλλαγή της πιο γνωστής φράσης, που σημαίνει πολύ άνετος ή φροντισμένος.)

Ετυμολογία

Η λέξη union suit προέρχεται από τον όρο "union", που σημαίνει "ένωση" ή "συνδυασμός", και "suit" που σημαίνει "στολή" ή "κολεξιόν ρούχων". Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στο 19ο αιώνα για να περιγράψει τα ρούχα που ένωναν το πάνω και το κάτω μέρος σε ένα κομμάτι.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Overalls - Onesie - Long johns (όμως, τα long johns συνήθως αναφέρονται σε κάτω ρούχα)

Αντώνυμα: - Separate garments (χωριστά ρούχα) - Intermittent wear (intermittent – διαλείπων)



25-07-2024