unique determination αναφέρεται σε μια ιδιαίτερη ή μοναδική αποφασιστικότητα. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση όπου ένα άτομο ή ομάδα δείχνει εκπληκτική δέσμευση ή επιμονή σε έναν στόχο.
Η φράση χρησιμοποιείται κυρίως στον γραπτό λόγο και σε πιο επίσημα ή ακαδημαϊκά συμφραζόμενα. Η συχνότητα χρήσης είναι μέτρια, καθώς περιγράφει μια συγκεκριμένη ποιότητα και δεν είναι τόσο κοινά χρησιμοποιούμενη στην καθημερινή συνομιλία.
Αυτή προσέγγισε το έργο με μοναδική αποφασιστικότητα.
His unique determination to succeed is admirable.
Η μοναδική του αποφασιστικότητα να πετύχει είναι αξιέπαινη.
The team's unique determination led them to victory.
Η φράση "unique determination" δεν είναι άμεσα συνδεδεμένη με πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες περιπτώσεις για να περιγράψει την επιμονή ή την αποφασιστικότητα تحت διαφορετικές προοπτικές.
Με τη μοναδική της αποφασιστικότητα, overcame κάθε εμπόδιο.
His unique determination distinguishes him from others.
Η μοναδική του αποφασιστικότητα τον διακρίνει από τους άλλους.
They achieved their goal through unique determination and hard work.
Πέτυχαν τον στόχο τους μέσω μοναδικής αποφασιστικότητας και σκληρής δουλειάς.
The unique determination of the young athletes inspired everyone around them.
Η μοναδική αποφασιστικότητα των νέων αθλητών ενέπνευσε όλους γύρω τους.
Unique determination often leads to extraordinary achievements.
Συνώνυμα: - "unique" - singular, distinctive, unparalleled - "determination" - resolve, persistence, tenacity
Αντώνυμα: - "unique" - common, ordinary, usual - "determination" - indecision, hesitation, uncertainty