Τα "unique" και "uniformity" είναι δύο διαφορετικές λέξεις: - unique: επίθετο - uniformity: ουσιαστικό
unique - Σημασία: Κάτι που είναι ιδιαίτερο ή μοναδικό, το οποίο δεν έχει όμοια. - Χρήση: Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει κάτι που διακρίνεται από άλλα. - Συχνότητα χρήσης: Χρησιμοποιείται και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, αλλά πιο συχνά σε γραπτά κείμενα.
uniformity - Σημασία: Η κατάσταση ή η ποιότητα του να είναι κάτι ομοιογενές ή ομοιόμορφο. - Χρήση: Συνήθως χρησιμοποιείται σε περιγραφές κανονιστικών ή κοινωνικών καταστάσεων. - Συχνότητα χρήσης: Περισσότερο σε γραπτά κείμενα, ιδιαίτερα σε ακαδημαϊκά ή νομικά συμφραζόμενα.
Ο μοναδικός σχεδιασμός του κτιρίου προσελκύει πολλούς επισκέπτες.
Achieving uniformity in the colors of the products is essential for the brand.
Η φράση "unique uniformity" δεν είναι συχνά χρησιμοποιούμενη ως ιδιωματική έκφραση, ωστόσο μπορούν να σχηματιστούν παρόμοιες εκφράσεις:
Οι εταιρείες πρέπει να επιδιώκουν μια μοναδική ομοιομορφία στη branding τους.
Achieving a balance of unique uniformity: The team is focused on achieving a balance of unique uniformity in their creative projects.
Η ομάδα επικεντρώνεται στην επίτευξη μιας ισορροπίας μοναδικής ομοιομορφίας στα δημιουργικά τους έργα.
Promoting unique uniformity: The goal of the workshop is promoting unique uniformity among the artists.
unique - Συνώνυμα: singular, distinctive, unparalleled - Αντώνυμα: common, ordinary, typical
uniformity - Συνώνυμα: sameness, consistency, regularity - Αντώνυμα: diversity, difference, variability
Αυτές οι πληροφορίες αναδεικνύουν τις προεκτάσεις και τη χρησιμότητα του "unique uniformity" σε διάφορα πλαίσια.