Όρος: unit field Μέρος του λόγου: Ουσιαστικό
Φωνητική μεταγραφή (IPA): /ˈjuːnɪt fiːld/
Ο όρος "unit field" συνήθως αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο τμήμα ή περιοχή μεμονωμένων μονάδων, είτε σε επιστημονικά, είτε σε τεχνικά πλαίσια. Χρησιμοποιείται συχνά σε τομείς όπως η φυσική, η μηχανική ή οι υπολογιστές για να περιγράψει ένα πεδίο όπου ορισμένα χαρακτηριστικά ή ποσότητες είναι ομαδοποιημένα σε μονάδες.
Συχνότητα Χρήσης: Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτές αναφορές, τεχνικές εκθέσεις και ακαδημαϊκές εργασίες.
Το πεδίο μονάδας παίζει καθοριστικό ρόλο στην κατανόηση των βασικών αρχών της φυσικής.
In our research, we focused on the unit field of electrical engineering.
Στην έρευνά μας, εστιάσαμε στο πεδίο μονάδας της ηλεκτρολογίας.
Each unit field contributes unique data to the overall analysis.
Ο όρος "unit" συχνά χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την έννοια της "μοναδας" ή της "οντότητας". Εδώ είναι μερικά παραδείγματα:
"Πρέπει να τυποποιήσουμε το πεδίο μονάδας πριν προχωρήσουμε."
"The unit field will help us measure performance effectively."
"Το πεδίο μονάδας θα μας βοηθήσει να μετρήσουμε την απόδοση αποτελεσματικά."
"Understanding the unit field in this context is essential."
"Η κατανόηση του πεδίου μονάδας σε αυτό το πλαίσιο είναι απαραίτητη."
"This unit field serves as a benchmark for our results."
Συνώνυμα: - Module (ολιγομερές) - Sector (τομέας)
Αντώνυμα: - Combined area (συνδυασμένη περιοχή) - Collective field (συλλογικό πεδίο)