Η φράση "unit of account" είναι ουσιαστικό.
/ˈjuːnɪt ʌv əˈkaʊnt/
Η φράση "unit of account" αναφέρεται σε ένα σύστημα ή ένα μέτρο που χρησιμοποιείται για την καταγραφή και αποτίμηση οικονομικών συναλλαγών. Είναι μια θεμελιώδης πτυχή των χρηματοοικονομικών συστημάτων, καθώς επιτρέπει στους ανθρώπους να κατανοούν την αξία προϊόντων και υπηρεσιών και να συγκρίνουν τιμές. Χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτό πλαίσιο, ιδιαίτερα σε οικονομικά και χρηματοοικονομικά κείμενα.
Το δολάριο χρησιμεύει ως μονάδα λογαριασμού στο διεθνές εμπόριο.
Different currencies can be used as a unit of account for global transactions.
Διάφορα νομίσματα μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως μονάδα λογαριασμού για παγκόσμιες συναλλαγές.
In this economy, the euro is the unit of account for pricing goods and services.
Η φράση "unit of account" δεν είναι συνηθισμένη σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά σχετίζεται στενά με έννοιες που αφορούν την οικονομία και τις συναλλαγές. Παρ' όλα αυτά, εδώ ειναι κάποιες εκφράσεις που συνδέονται άμεσα με αυτήν την έννοια:
"Η τιμή ορίζεται στη μονάδα λογαριασμού για διευκόλυνση των συναλλαγών."
"When evaluating investments, the unit of account must be clearly defined."
"Κατά την αξιολόγηση επενδύσεων, η μονάδα λογαριασμού πρέπει να ορίζεται σαφώς."
"Shift in unit of account can affect economic policies."
"Η αλλαγή στη μονάδα λογαριασμού μπορεί να επηρεάσει τις οικονομικές πολιτικές."
"In a barter system, a unit of account is not easily established."
Η φράση "unit of account" προέρχεται από τους οικονομικούς όρους, όπου "unit" σημαίνει "μονάδα" και "account" από το λατινικό "computare," που σημαίνει "να υπολογίζω". Η έννοια έχει εξελιχθεί με την ανάπτυξη των νομισμάτων και των συστημάτων μέτρησης στις οικονομίες.
Αυτή είναι η αναλυτική πληροφορία σχετικά με τη φράση "unit of account".