Το "unit of output" είναι φράση που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό.
/ˈjuːnɪt əv ˈaʊtpʊt/
Η φράση "unit of output" αναφέρεται σε μια μετρούμενη μονάδα παραγωγή ή παραγόμενο προϊόν σε μια διαδικασία παραγωγής ή εργασία. Χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικά και βιομηχανικά συμφραζόμενα.
Η συχνότητα χρήσης της φράσης είναι υψηλή στο γραπτό πλαίσιο, ιδιαίτερα σε οικονομικές, βιομηχανικές και τεχνικές αναλύσεις. Είναι λιγότερο συχνή στον προφορικό λόγο.
Το εργοστάσιο στοχεύει να αυξήσει τη μονάδα παραγωγής του κατά 20% φέτος.
Each unit of output must meet strict quality standards.
Κάθε μονάδα εξόδου πρέπει να πληροί αυστηρές προδιαγραφές ποιότητας.
The definition of unit of output varies between industries.
Η φράση "unit of output" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις σχετικές με την παραγωγικότητα και τη μέτρηση της αποδοτικότητας.
"Πρέπει να βελτιστοποιήσουμε τη μονάδα παραγωγής μας για καλύτερη αποδοτικότητα."
"The company's unit of output has been declining over the past years."
"Η μονάδα παραγωγής της εταιρείας έχει μειωθεί τα τελευταία χρόνια."
"To stay competitive, we must improve our unit of output regularly."
"Για να διατηρηθούμε ανταγωνιστικοί, πρέπει να βελτιώνουμε τακτικά τη μονάδα παραγωγής μας."
"A higher unit of output often leads to increased profit margins."
"Μια υψηλότερη μονάδα εξόδου οδηγεί συχνά σε αυξημένα περιθώρια κέρδους."
"Investing in new technology can boost our unit of output significantly."
Η φράση "unit of output" προέρχεται από το λατινικό "unitas" που σημαίνει "ενότητα" και το αγγλικό "output" που είναι συνδυασμός των λέξεων "out" (έξω) και "put" (βάζω), αναφερόμενη σε γεγονότα ή προϊόντα που παράγονται.
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη φράση "unit of output".