Η φράση "unit value" λειτουργεί ως ουσιαστικό (noun).
Η φωνητική μεταγραφή της φράσης μέσω του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: /ˈjunɪt ˈvælju/
Η φράση "unit value" αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη αξία που έχει παραχωρηθεί σε μια μονάδα προϊόντος ή υπηρεσίας. Συνήθως χρησιμοποιείται σε οικονομικά, λογιστικά και χρηματοοικονομικά πλαίσια για να περιγράψει την αξία της μονάδας ανά προϊόν ή υπηρεσία. Η φράση χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτά κείμενα, αλλά μπορεί να εμφανίζεται και σε συζητήσεις στον επαγγελματικό τομέα.
Η φράση "unit value" χρησιμοποιείται με αρκετά τακτικό τρόπο, κυρίως στις επιχειρηματικές και οικονομικές συνομιλίες.
The unit value of the product was significantly increased due to higher demand.
(Η δεδομένη αξία του προϊόντος αυξήθηκε σημαντικά λόγω της υψηλότερης ζήτησης.)
Companies often analyze the unit value to adjust their pricing strategy.
(Οι εταιρείες συχνά αναλύουν τη δεδομένη αξία για να προσαρμόσουν τη στρατηγική τιμολόγησής τους.)
Η φράση "unit value" δεν είναι συνήθως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με συγκεκριμένες φράσεις που σχετίζονται με οικονομικές ή επιχειρηματικές έννοιες.
Evaluating the unit value can help in making informed decisions about inventory.
(Η αξιολόγηση της δεδομένης αξίας μπορεί να βοηθήσει να ληφθούν ενημερωμένες αποφάσεις σχετικά με τα αποθέματα.)
A drop in unit value may indicate possible overproduction.
(Η μείωση της δεδομένης αξίας μπορεί να υποδηλώνει πιθανή υπερπαραγωγή.)
Investors consider the unit value when assessing the performance of a stock.
(Οι επενδυτές εξετάζουν τη δεδομένη αξία κατά την αξιολόγηση της απόδοσης μιας μετοχής.)
Η φράση "unit value" προέρχεται από τη λέξη "unit" που προέρχεται από το λατινικό "unitas" και σημαίνει "ενότητα" και την "value" που προέρχεται από το λατινικό "valere" που σημαίνει "να έχει αξία".
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια περιεκτική εικόνα για τη φράση "unit value", καθώς και τη χρήση της στη γλώσσα Αγγλικά.