unithiol: ουσιαστικό
/juːˈnaɪθɒl/
Το unithiol είναι μια χημική ένωση που ανήκει στην κατηγορία των σουλφιδίων. Χρησιμοποιείται κυρίως ως αντίδοτο για δηλητηριάσεις με βαρέα μέταλλα, όπως είναι ο υδράργυρος. Είναι επίσης γνωστό και ως δινάτριο νιουκλεωσιδίου (ή θειοθεική). Στη γλώσσα των Αγγλικών, χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά ή χημικά κείμενα.
Χρησιμότητα: Χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά και επιστημονικά πλαίσια και όχι τόσο στον περιστασιακό λόγο.
Ο γιατρός συνταγογράφησε το unithiol για τον ασθενή που υπέφερε από δηλητηρίαση με υδράργυρο.
Unithiol is an effective treatment for heavy metal toxicity.
Το unithiol είναι μια αποτελεσματική θεραπεία για την τοξικότητα των βαρέων μετάλλων.
In cases of acute poisoning, unithiol may be administered intravenously.
Η χρήση του "unithiol" σε ιδιωματικές εκφράσεις είναι περιορισμένη λόγω της εξειδικευμένης φύσης της λέξης. Ωστόσο, μπορώ να αναφέρω μερικές σχετικές προτάσεις:
Το να ξέρει κανείς πότε να χρησιμοποιήσει το unithiol μπορεί να σώσει ζωές σε περίπτωση δηλητηρίασης από βαρέα μέταλλα.
The medical team acted swiftly to administer unithiol after the accident.
Η ιατρική ομάδα ενήργησε γρήγορα για να χορηγήσει unithiol μετά το ατύχημα.
Unithiol has become a crucial component in toxicology treatments.
Η λέξη unithiol προέρχεται από την ελληνική λέξη "θειο", που υποδεικνύει την παρουσία θείου, στο πλαίσιο των χημικών ενώσεων.
Συνώνυμα: - Dimercaprol (αλλά με διαφορετική χρήση και χαρακτηριστικά)
Αντώνυμα: - Δεν υπάρχουν άμεσα αντώνυμα που να σχετίζονται με το unithiol, καθώς είναι μια εξειδικευμένη ιατρική ένωση.
Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν κάθε πτυχή του όρου "unithiol".