Παράδειγμα: "Universal law" - "Καθολικός νόμος".
Συναφές ουσιαστικό:
Η λέξη "universal" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει παγκόσμια ισχύ ή εφαρμογή. Συχνά χρησιμοποιείται σε επιστημονικά, φιλοσοφικά ή κοινωνικά συμφραζόμενα για να αναδείξει την καθολικότητα ή τη γενικότητα μιας έννοιας.
Η λέξη "universal" είναι συχνά χρησιμοποιούμενη στην αγγλική γλώσσα, ιδίως σε ακαδημαϊκά κείμενα καθώς και σε καθημερινές συζητήσεις για θέματα που αφορούν την ανθρωπότητα, την επιστήμη ή τη φιλοσοφία.
Η λέξη "universal" χρησιμοποιείται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο. Σε επιστημονικά ή ακαδημαϊκά κείμενα, η χρήση είναι πιο επίσημη, ενώ σε καθημερινές συνομιλίες μπορεί να χρησιμοποιείται πιο άνετα.
"Gravity is a universal force."
Μετάφραση: "Η βαρύτητα είναι μια καθολική δύναμη."
"The Universal Declaration of Human Rights was adopted in 1948."
Μετάφραση: "Η Καθολική Διακήρυξη Δικαιωμάτων του Ανθρώπου υιοθετήθηκε το 1948."
Η λέξη "universal" προέρχεται από τη Λατινική λέξη "universalis", που προέρχεται από το "universus" (που σημαίνει «όλα μαζί»). Η δομή της λέξης δείχνει τη συνένωση του προθέματος "uni-" (σημαίνει "ένα") και του "versus" (που σχετίζεται με την ιδέα της περιστροφής ή της προσαρμογής), υπονοώντας την ένωση όλων των στοιχείων σε μια καθολική έννοια.