Η φράση "universally existential formula" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/juːnɪˈvɜrsəli ɪɡˈzɪstənʃəl ˈfɔrmjʊlə/
Η φράση "universally existential formula" αναφέρεται σε έναν τύπο που χρησιμοποιείται στην λογική και τα μαθηματικά για να δηλώσει ότι μία πρόταση ισχύει για όλα τα στοιχεία μιας συγκεκριμένης κατηγορίας ή συνόλου. Συχνά σχετίζεται με τη λογική του πρώτου επιπέδου και την κατηγορία των ποσοτικών προτάσεων.
Η χρήση αυτού του τύπου είναι πιο συχνή ανάμεσα σε μαθηματικούς και λογικούς, πιο συχνά σε γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο, καθώς απαιτεί προσεκτική διατύπωση και κατανόηση εννοιών.
The universally existential formula shows that every individual in the set has a certain property.
Η καθολική υπαρξιακή συνθήκη δείχνει ότι κάθε άτομο στο σύνολο έχει μια συγκεκριμένη ιδιότητα.
In logic, a universally existential formula can help prove theorems.
Στη λογική, μια καθολική υπαρξιακή φόρμουλα μπορεί να βοηθήσει στην απόδειξη θεωρημάτων.
Η φράση δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορούμε να αναπτύξουμε μερικές σχετικές προτάσεις για το πώς μπορεί να ενσωματωθεί σε λογικά ή μαθηματικά συμφραζόμενα.
When you translate a statement into a universally existential formula, it clarifies the implications of that statement.
Όταν μεταφράζετε μια δήλωση σε μια καθολική υπαρξιακή φόρμουλα, διευκρινίζει τις συνέπειες εκείνης της δήλωσης.
Understanding universally existential formulas is crucial for advanced logic studies.
Η κατανόηση των καθολικών υπαρξιακών τύπων είναι κρίσιμη για τις προχωρημένες σπουδές στην λογική.
The challenge of constructing a universally existential formula often lies in its variables.
Η πρόκληση της κατασκευής μιας καθολικής υπαρξιακής φόρμουλας συχνά έγκειται στις μεταβλητές της.
Η λέξη "universally" προέρχεται από το λατινικό "universalis," που σημαίνει "γενικός." Η λέξη "existential" προέρχεται από το λατινικό "existentia," που σημαίνει "ύπαρξη." Τέλος, η λέξη "formula" προέρχεται από το λατινικό "formula," που σημαίνει "σχήμα" ή "τύπος."
Συνώνυμα: - καθολική δήλωση - γενικός τύπος
Αντώνυμα: - ειδική υπαρξιακή συνθήκη - περιορισμένος τύπος