Unlivable είναι επίθετο.
/ʌnˈlɪv.ə.bəl/
Η λέξη unlivable χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα μέρος ή ένα περιβάλλον που δεν είναι κατάλληλο για διαμονή, συνήθως λόγω κακών συνθηκών όπως η ρύπανση, η φτώχεια ή η ανεπάρκεια υποδομών. Χρησιμοποιείται συχνά σε συζητήσεις σχετικά με την προσβασιμότητα ή την ποιότητα ζωής σε περιοχές. Η χρήση της είναι συχνή στα γραπτά κείμενα, ιδιαίτερα σε αναφορές ή άρθρα που σχετίζονται με κοινωνικές ή περιβαλλοντικές επιστήμες.
Οι συνθήκες στέγασης σε αυτή τη γειτονιά είναι μη κατοικήσιμες.
After the flood, many homes became unlivable.
Η λέξη unlivable δεν χρησιμοποιείται συχνά σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να σχετιστεί με προτάσεις που περιγράφουν δύσκολες συνθήκες ζωής. Ακολουθούν ορισμένα παραδείγματα:
Η ζωή στην πόλη έγινε μη κατοικήσιμη λόγω συνεχούς θορύβου και ρύπανσης.
The apartment was deemed unlivable, prompting the tenants to move out.
Το διαμέρισμα θεωρήθηκε ακατάλληλο για διαβίωση, οδηγώντας τους ενοίκους να μετακομίσουν.
Many families left the area because it was simply unlivable.
Η λέξη unlivable προέρχεται από το πρόθεμα "un-" που δηλώνει την άρνηση και το ουσιαστικό "live" (ζω), με την κατάληξη "-able" που σημαίνει "μπορεί να" ή "ικανοποιητικό σε".
Συνώνυμα: - Inhabitable (κατοικήσιμος) - Uninhabitable (μη κατοικήσιμος) - Unsuitable (ακατάλληλος)
Αντώνυμα: - Livable (κατοικήσιμος) - Habitable (κατοικήσιμος) - Suitable (κατάλληλος)
Αυτές οι υποκατηγορίες μπορούν να επηρεάσουν τη χρήση της λέξης σε διαφορετικά πλαίσια, διευρύνοντας τη σημασία της στα Αγγλικά.