Η λέξη "unmeaning" αναφέρεται σε κάτι που δεν έχει νόημα ή σημασία. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει καταστάσεις, προτάσεις ή ιδέες που είναι κενές περιεχομένου ή που δεν προσφέρουν καμία ουσιαστική πληροφορία. Αν και η λέξη δεν είναι πολύ συχνή, χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτά κείμενα, όπως φιλοσοφικές μελέτες ή αναλύσεις.
The professor labeled the student's argument as unmeaning.
(Ο καθηγητής χαρακτήρισε το επιχείρημα του φοιτητή ως χωρίς νόημα.)
He often feels that the discussions at the meetings are unmeaning.
(Συχνά νιώθει ότι οι συζητήσεις στις συναντήσεις είναι ανούσιες.)
I struggle to understand the unmeaning statements made by the speaker.
(Δυσκολεύομαι να κατανοήσω τις άσχετες δηλώσεις του ομιλητή.)
Η λέξη "unmeaning" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο υπάρχουν μερικές σχετικές φράσεις ή μεταφορές που εκφράζουν παρόμοιες έννοιες:
1. “It's a meaningless argument.”
(Είναι ένα ανούσιο επιχείρημα.)
“That comment was completely unmeaning.”
(Αυτή η παρατήρηση ήταν εντελώς χωρίς νόημα.)
“Don't waste your time on unmeaning discussions.”
(Μη σπαταλάς τον χρόνο σου σε ανυπόστατες συζητήσεις.)
“His response was just unmeaning noise.”
(Η απάντησή του ήταν απλώς ανούσιος θόρυβος.)
Η λέξη "unmeaning" προέρχεται από το πρόθεμα "un-" (το οποίο σημαίνει "μη" ή "χωρίς") και την λέξη "meaning" (σημασία). Η συνδυασμένη χρήση των δύο δίνει την έννοια του "χωρίς σημασία".