Λέξη: Unmingled
Μέρος του λόγου: Επίθετο
Φωνητική Μεταγραφή: /ʌnˈmɪŋɡəld/
Η λέξη "unmingled" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που δεν έχει αναμιχθεί ή συνδυαστεί με κάτι άλλο. Σημαίνει ότι ένα στοιχείο παραμένει καθαρό ή διαιρεμένο από άλλες επιρροές ή συστατικά. Η συχνότητα χρήσης της λέξης "unmingled" είναι χαμηλή, και απαντάται περισσότερο στον γραπτό λόγο παρά στον προφορικό.
Κατάσταση: Her feelings were unmingled with any doubt.
Μετάφραση: Τα συναισθήματά της ήταν χωρίς καμία αμφιβολία.
Κατάσταση: The artist's inspiration was unmingled by commercial concerns.
Μετάφραση: Η έμπνευση του καλλιτέχνη δεν είχε αναμειχθεί με εμπορικές ανησυχίες.
Κατάσταση: His joy was unmingled by the challenges ahead.
Μετάφραση: Η χαρά του δεν είχε αναμειχθεί με τις προκλήσεις που έρχονταν.
Η λέξη "unmingled" δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις στα αγγλικά, ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πιο λογοτεχνικά συμφραζόμενα ή σε περιγραφές συναισθημάτων ή καταστάσεων.
Κατάσταση: The unmingled truth can be hard to accept.
Μετάφραση: Η ανόθευτη αλήθεια μπορεί να είναι δύσκολη να γίνει αποδεκτή.
Κατάσταση: At her wedding, she wanted an unmingled experience of happiness.
Μετάφραση: Στον γάμο της, ήθελε μια καθαρή εμπειρία ευτυχίας.
Κατάσταση: His unmingled passion for art is evident in his work.
Μετάφραση: Η καθαρή του πάθος για την τέχνη είναι προφανής στο έργο του.
Η λέξη "unmingled" προέρχεται από το πρόθεμα "un-", που δηλώνει την άρνηση ή την έλλειψη, και το ρήμα "mingled", το οποίο προέρχεται από τη μέση αγγλική λέξη "mingle", που σημαίνει να συνδυάζω ή να αναμιγνύω. Συνεπώς, "unmingled" σημαίνει "ότι δεν έχει αναμειχθεί".
Συνώνυμα:
- Pure (καθαρός)
- Unmixed (μη αναμειγμένος)
- Separate (χωριστός)
Αντώνυμα:
- Mixed (αναμειγμένος)
- Combined (συνδυασμένος)
- Blended (μειγμένος)