Η λέξη "unmoved" περιγράφει κάποιον ή κάτι που δεν έχει υποστεί αλλαγή ή που δεν δείχνει συναισθηματική αντίδραση. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος παραμένει ήρεμος ή αδιάφορος ακόμα και σε δύσκολες ή συγκινητικές καταστάσεις. Στη γλώσσα των Αγγλικών χρησιμοποιείται συχνά, αλλά μετρίως σε σχέση με άλλες λέξεις, και μπορεί να βρεθεί τόσο στο γραπτό όσο και στον προφορικό λόγο.
He remained unmoved by their pleas for help.
Εκείνος παρέμεινε αμετάβλητος από τις ικεσίες τους για βοήθεια.
Despite the emotional story, she sat there unmoved.
Παρά την συναισθηματική ιστορία, εκείνη καθόταν εκεί αδιάφορη.
His unmoved expression made it hard to tell how he really felt.
Η ανεπηρέαστη έκφρασή του έκανε δύσκολο να καταλάβει κανείς πώς αισθανόταν πραγματικά.
Η λέξη "unmoved" μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με τη συναισθηματική αντίσταση ή την αδιαφορία.
He was unmoved by the pressure from his peers to conform.
Ήταν ανεπηρέαστος από την πίεση των συνομηλίκων του να προσαρμοστεί.
Her unmoved demeanor in the face of criticism amazed everyone.
Η αδιάφορη στάση της μπροστά στην κριτική εντυπωσίασε όλους.
They remained unmoved despite the overwhelming evidence against them.
Παρέμειναν αμετάβλητοι παρ' όλη την συντριπτική απόδειξη εναντίον τους.
He faced the accusations with an unmoved spirit.
Αντιμετώπισε τις κατηγορίες με ανεπηρέαστο πνεύμα.
The artist was unmoved by the mixed reviews of his work.
Ο καλλιτέχνης δεν επηρεάστηκε από τις μισές κριτικές του έργου του.
Despite the scandal, she seemed utterly unmoved.
Παρά το σκάνδαλο, εκείνη φαινόταν απόλυτα αδιάφορη.
An unmoved audience watched the performance in silence.
Μια αδιάφορη αίθουσα παρακολούθησε την παράσταση σε σιωπή.
He showed an unmoved attitude toward the unfolding drama.
Δείχνει μια αδιάφορη στάση απέναντι στο αναπτυσσόμενο δράμα.
Η λέξη "unmoved" είναι σύνθεση του προθέματος "un-" που δηλώνει άρνηση και της λέξης "moved", η οποία προέρχεται από το ρήμα "move".