Unnatural crimes: φράση, εννοιολογικά ένας όρος που χρησιμοποιείται συνδυαστικά.
/ʌˈnætʃ.ər.əl kraɪmz/
Ο όρος "unnatural crimes" αναφέρεται σε εγκλήματα που θεωρούνται μη φυσιολογικά ή εκτός των συνηθισμένων κοινωνικών κανόνων και ηθών. Αυτή η φράση μπορεί να χρησιμοποιείται σε νομικά, ψυχολογικά ή κοινωνιολογικά πλαίσια για να περιγράψει εγκλήματα που περιέχουν στοιχεία διαστροφής ή ακραίας παρέκκλισης από τη φυσιολογική ανθρώπινη συμπεριφορά.
Αυτή η φράση χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε νομικά κείμενα ή κείμενα κοινωνιολογικού ενδιαφέροντος, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιείται και στην προφορική ομιλία, ιδίως σε συζητήσεις που αφορούν την εγκληματολογία ή την ηθική.
Η αστυνομία ερεύνησε αρκετές ανώμαλες εγκλήματα που σοκάρουν την κοινότητα.
Experts argue that the rise of unnatural crimes is linked to social alienation.
Η φράση "unnatural crimes" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να αναγνωριστεί σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα:
Οι ανώμαλες εγκληματικές πράξεις συχνά αφήνουν μια διαρκή επίδραση στα θύματα και τις οικογένειές τους.
Media coverage of unnatural crimes tends to sensationalize the events.
Η κάλυψη των ΜΜΕ για ανώμαλες εγκληματικές πράξεις τείνει να εξωραΐζει τα γεγονότα.
Understanding unnatural crimes is essential for effective law enforcement.
Ο όρος "unnatural" προέρχεται από την πρόθεση "un-" που σημαίνει "όχι" ή "αντίθετο από", και τη λέξη "natural", που αναφέρεται σε κάτι που είναι σύμφωνο με τη φύση ή τον χαρακτηριστικό τρόπο ύπαρξης. Στη συνέχεια, η λέξη "crimes" είναι η πληθυντικός του "crime", το οποίο προέρχεται από τη λατινική λέξη "crimen" που σημαίνει "κατηγορία, αδίκημα".
Abnormal offenses (ανώμαλες παραβάσεις)
Αντώνυμα: