Αυτό είναι ένα επίθετο.
/ʌnˈnoʊtɪst/
Η λέξη "unnoticed" αναφέρεται σε κάτι που δεν έχει παρατηρηθεί ή δεν έχει γίνει αντιληπτό από κανέναν. Ενδέχεται να χρησιμοποιείται σε οποιοδήποτε πλαίσιο όπου κάτι περνά απαρατήρητο, επομένως μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο. Στον γραπτό λόγο, είναι συνήθως πιο συχνή, ιδίως σε λογοτεχνικά και αναλυτικά κείμενα.
Το ταλέντο του καλλιτέχνη παρέμεινε απαρατήρητο για πολλά χρόνια.
Many small details in the painting are often unnoticed by viewers.
Πολλές μικρές λεπτομέρειες στον πίνακα συχνά περνούν απαρατήρητες από τους θεατές.
He walked through the crowded street, feeling unnoticed.
Η λέξη "unnoticed" μπορεί να εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες δίνουν έμφαση στο γεγονός ότι κάτι δεν έχει γίνει αντιληπτό.
Να παραμείνεις απαρατήρητος σε ένα πλήθος.
Her efforts to help went completely unnoticed.
Οι προσπάθειές της να βοηθήσει πέρασαν τελείως απαρατήρητες.
It’s easy to feel unnoticed in a big company.
Είναι εύκολο να νιώθεις απαρατήρητος σε μια μεγάλη εταιρεία.
Sometimes, kindness goes unnoticed.
Κάποιες φορές, η καλοσύνη περνά απαρατήρητη.
He felt like he was living life unnoticed.
Ένιωθε ότι ζούσε τη ζωή του απαρατήρητος.
Important issues often go unnoticed by the media.
Σημαντικά ζητήματα συχνά περνούν απαρατήρητα από τα ΜΜΕ.
The beauty of nature often goes unnoticed in our busy lives.
Η λέξη "unnoticed" προέρχεται από το πρόθεμα "un-", το οποίο σημαίνει "μη", συνδυασμένο με το ρήμα "notice", το οποίο σημαίνει "παρατηρώ". Έτσι, η ετυμολογία υποδεικνύει την έννοια του να μην παρατηρείται κάτι.
Συνώνυμα: - Unseen - Ignored - Overlooked
Αντώνυμα: - Noticed - Observed - Detected