Η λέξη "unpeeled" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που δεν έχει αφαιρεθεί η εξωτερική του επιφάνεια ή σφαίρα (συνήθως αναφέρεται σε φρούτα ή λαχανικά). Η λέξη χρησιμοποιείται σε διάφορα πλαίσια, συμπεριλαμβανομένης της μαγειρικής και της περιγραφής τροφίμων ή άλλων αντικειμένων. Χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτό κείμενο, αλλά και σε προφορικό λόγο.
The recipe calls for unpeeled tomatoes for a richer flavor.
(Η συνταγή απαιτεί ντομάτες χωρίς φλούδα για πιο πλούσια γεύση.)
We bought unpeeled oranges from the market.
(Αγοράσαμε πορτοκάλια χωρίς φλούδα από την αγορά.)
Η λέξη "unpeeled" δεν είναι συχνά συνεργάτης σε ιδιαίτερες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε σχετικές φράσεις που αφορούν το φαγητό ή την εντύπωση. Ορισμένα παραδείγματα είναι:
You can't make a salad with unpeeled veggies and expect it to taste good.
(Δεν μπορείς να φτιάξεις μια σαλάτα με λαχανικά χωρίς φλούδα και να περιμένεις να είναι νόστιμη.)
Unpeeled fruits can maintain their freshness longer than peeled ones.
(Τα φρούτα χωρίς φλούδα μπορούν να διατηρούν τη φρεσκάδα τους περισσότερο από τα ξεφλουδισμένα.)
Always wash unpeeled produce before cooking to remove any pesticides.
(Πάντα πλένετε τα λαχανικά χωρίς φλούδα πριν το μαγείρεμα για να αφαιρέσετε τυχόν φυτοφάρμακα.)
Η λέξη "unpeeled" προέρχεται από το αγγλικό ρήμα "peel" (ξεφλουδίζω), με το "un-" να δηλώνει την αντίθετη έννοια, δηλαδή την έλλειψη της διαδικασίας ξεφλουδίσματος.
Intact (ακέραιος)
Αντώνυμα: