Η λέξη "unplanned" αναφέρεται σε κάτι που δεν είχε σχεδιαστεί ή προγραμματιστεί εκ των προτέρων. Συχνά χρησιμοποιείται για καταστάσεις, δραστηριότητες ή γεγονότα που συμβαίνουν αυθόρμητα ή ξαφνικά. Αυτή η λέξη απαντάται συχνά σε γραπτό και προφορικό λόγο, αλλά είναι πιο συνηθισμένη σε γραπτές περιγραφές ή σε επαγγελματικά περιβάλλοντα.
They went on an unplanned trip to the beach last weekend.
Πήγαν σε ένα μη προγραμματισμένο ταξίδι στην παραλία το περασμένο Σαββατοκύριακο.
The unplanned meeting caught everyone off guard.
Η αυθόρμητη συνάντηση βρήκε όλους απροετοίμαστους.
Unplanned events can sometimes lead to the best memories.
Οι αυθόρμητες καταστάσεις μπορούν μερικές φορές να οδηγήσουν στις καλύτερες αναμνήσεις.
Η λέξη "unplanned" συχνά εμφανίζεται σε ιδιωματικές εκφράσεις που εξετάζουν την ευελιξία και την ικανότητα να προσαρμόζονται οι άνθρωποι σε απροσδόκητες καταστάσεις.
Life is full of unplanned surprises.
Η ζωή είναι γεμάτη από απρόσμενες εκπλήξεις.
We learned to embrace unplanned detours on our road trips.
Μάθαμε να αποδεχόμαστε τα αυθόρμητα παρακάμματα στις εκδρομές μας.
Sometimes it's the unplanned moments that create the best stories.
Μερικές φορές είναι οι αυθόρμητες στιγμές που δημιουργούν τις καλύτερες ιστορίες.
Unplanned changes in the project led to innovative solutions.
Οι μη προγραμματισμένες αλλαγές στο έργο οδήγησαν σε καινοτόμες λύσεις.
She thrived on the excitement of unplanned adventures.
Ανθούσε από την ενθουσιασμό των αυθόρμητων περιπετειών.
Η λέξη "unplanned" προέρχεται από το πρόθεμα "un-" που σημαίνει "μη" και τη λέξη "planned", που είναι το παρελθόντα συμμετοχή του ρήματος "plan". Αυτό συνδυάζει την έννοια της απουσίας προγραμματισμού ή σχεδίασης.