Το "unpolished" είναι επίθετο.
/ʌnˈpɒlɪʃt/
Η λέξη "unpolished" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που δεν έχει υποστεί καμία επεξεργασία ή βελτίωση, είτε πρόκειται για φυσικά αντικείμενα ή ιδέες. Συχνά χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάτι είναι απλό, πρόχειρο, ή ανεπίσημο. Η χρήση της λέξης παρατηρείται στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο, ωστόσο είναι πιο συχνή στις περιόδους που περιγράφουν φυσικά χαρακτηριστικά ή ατέλειες σε έργα ή επιδόσεις.
The furniture looked unpolished, revealing its raw material.
Τα έπιπλα έδειχναν ακατέργαστα, αποκαλύπτοντας το φυσικό τους υλικό.
His speech was unpolished, but his message was powerful.
Η ομιλία του ήταν απρόσεκτη, αλλά το μήνυμά του ήταν ισχυρό.
Η λέξη "unpolished" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις. Ορισμένα παραδείγματα περιλαμβάνουν:
"Her talent is like an unpolished gem, waiting to shine."
Το ταλέντο της είναι σαν μια ακατέργαστη πολύτιμη πέτρα, έτοιμο να λάμψει.
Unpolished delivery
Αναφέρεται σε μια παρουσίαση ή ομιλία που δεν είναι τέλεια αλλά έχει αμεσότητα και αυθεντικότητα.
"Despite his unpolished delivery, the audience was captivated."
Αν και η παράδοσή του δεν ήταν τέλεια, το κοινό ήταν μαγευμένο.
An unpolished approach
Δηλώνει μια απλή ή αυθεντική μέθοδο που δεν έχει υποστεί επεξεργασία.
Η λέξη προέρχεται από το πρόθεμα "un-" που δηλώνει την αντίθεση ή την έλλειψη και τη λέξη "polished", που προέρχεται από το λατινικό "polire" που σημαίνει "να γυαλίσω" ή "να βελτιώσω".