unpolluted - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

unpolluted (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

unpolluted - επίθετο

Φωνητική μεταγραφή

/ʌn.pəˈljuː.tɪd/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "unpolluted" χρησιμοποιείται για να περιγράψει έναν χώρο, ένα υλικό ή ένα περιβάλλον που δεν έχει μολυνθεί από ρύπους ή άλλη κακή ποιότητα, διατηρώντας την καθαρότητά του. Η χρήση της είναι πιο συνηθισμένη σε γραπτό πλαίσιο, ιδιαίτερα σε περιβαλλοντικές επισκέψεις ή καταστάσεις.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. The unpolluted waters of the lake attract many tourists.
    Οι μη ρυπαρές νερά της λίμνης προσελκύουν πολλούς τουρίστες.

  2. Finding an unpolluted area in the city is becoming increasingly difficult.
    Το να βρει κανείς μια αμόλυντη περιοχή στην πόλη γίνεται όλο και πιο δύσκολο.

  3. The researchers studied unpolluted ecosystems to understand biodiversity.
    Οι ερευνητές μελέτησαν αμόλυντα οικοσυστήματα για να κατανοήσουν τη βιοποικιλότητα.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "unpolluted" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να δημιουργήσει ουσιαστικές φράσεις:

  1. Unpolluted nature is essential for human health.
    Η αμόλυντη φύση είναι απαραίτητη για την ανθρώπινη υγεία.

  2. We should strive to keep our environment unpolluted for future generations.
    Πρέπει να προσπαθήσουμε να διατηρήσουμε το περιβάλλον μας αμόλυντο για τις μελλοντικές γενιές.

  3. An unpolluted environment can greatly enhance quality of life.
    Ένα αμόλυντο περιβάλλον μπορεί να ενισχύσει σημαντικά την ποιότητα ζωής.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "unpolluted" προέρχεται από το πρόθεμα "un-" που σημαίνει "μη, χωρίς" και από το ρήμα "pollute," που προέρχεται από το λατινικό "polluere," το οποίο σημαίνει "να μολύνω."

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - καθαρός - αμόλυντος - ανεπηρέαστος

Αντώνυμα: - ρυπαρός - μολυσμένος - κακός



25-07-2024