unpolluted - επίθετο
/ʌn.pəˈljuː.tɪd/
Η λέξη "unpolluted" χρησιμοποιείται για να περιγράψει έναν χώρο, ένα υλικό ή ένα περιβάλλον που δεν έχει μολυνθεί από ρύπους ή άλλη κακή ποιότητα, διατηρώντας την καθαρότητά του. Η χρήση της είναι πιο συνηθισμένη σε γραπτό πλαίσιο, ιδιαίτερα σε περιβαλλοντικές επισκέψεις ή καταστάσεις.
The unpolluted waters of the lake attract many tourists.
Οι μη ρυπαρές νερά της λίμνης προσελκύουν πολλούς τουρίστες.
Finding an unpolluted area in the city is becoming increasingly difficult.
Το να βρει κανείς μια αμόλυντη περιοχή στην πόλη γίνεται όλο και πιο δύσκολο.
The researchers studied unpolluted ecosystems to understand biodiversity.
Οι ερευνητές μελέτησαν αμόλυντα οικοσυστήματα για να κατανοήσουν τη βιοποικιλότητα.
Η λέξη "unpolluted" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να δημιουργήσει ουσιαστικές φράσεις:
Unpolluted nature is essential for human health.
Η αμόλυντη φύση είναι απαραίτητη για την ανθρώπινη υγεία.
We should strive to keep our environment unpolluted for future generations.
Πρέπει να προσπαθήσουμε να διατηρήσουμε το περιβάλλον μας αμόλυντο για τις μελλοντικές γενιές.
An unpolluted environment can greatly enhance quality of life.
Ένα αμόλυντο περιβάλλον μπορεί να ενισχύσει σημαντικά την ποιότητα ζωής.
Η λέξη "unpolluted" προέρχεται από το πρόθεμα "un-" που σημαίνει "μη, χωρίς" και από το ρήμα "pollute," που προέρχεται από το λατινικό "polluere," το οποίο σημαίνει "να μολύνω."
Συνώνυμα: - καθαρός - αμόλυντος - ανεπηρέαστος
Αντώνυμα: - ρυπαρός - μολυσμένος - κακός