unpurchas(e)able - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

unpurchas(e)able (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ρήμα (adjective - επίθετο)

Φωνητική μεταγραφή

/uːnˈpɜːr.tʃəs.ə.bəl/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "unpurchasable" αναφέρεται σε κάτι που δεν μπορεί να αγοραστεί ή σε αγαθά που δεν είναι διαθέσιμα για πώληση. Χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικά ή φιλοσοφικά συμφραζόμενα, όταν αναφερόμαστε σε πράγματα που έχουν τρομακτική αξία ή που δεν μπορούν να αξιολογηθούν με χρηματικά κριτήρια. Η χρήση της είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, ιδιαίτερα σε κείμενα σχετικά με την οικονομία ή την ηθική φιλοσοφία.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Some aspects of human life are unpurchasable, like love and friendship.
    Ορισμένες πτυχές της ανθρώπινης ζωής είναι μη αγοραστές, όπως η αγάπη και η φιλία.

  2. The artist's unique vision is considered unpurchasable by those who value creativity.
    Η μοναδική όραση του καλλιτέχνη θεωρείται αδιάθετη προς πώληση από εκείνους που εκτιμούν τη δημιουργικότητα.

  3. Ethical values are often seen as unpurchasable by the market.
    Οι ηθικές αξίες συχνά θεωρούνται μη διαθέσιμες για αγορά από την αγορά.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "unpurchasable" χρησιμοποιείται σε λίγες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες αντιφάσεις που μπορεί να εκφράσουν την ίδια έννοια.

  1. "Some things money can't buy, making them truly unpurchasable."
    Ορισμένα πράγματα που δεν μπορεί να αγοράσει κανείς, καθιστώντας τα πραγματικά μη αγοραστά.

  2. "Love is unpurchasable; it must be earned."
    Η αγάπη είναι μη αγοραστή; Πρέπει να κερδίσει κανείς.

  3. "Happiness is often deemed unpurchasable in financial terms."
    Η ευτυχία συχνά θεωρείται μη αγοραστή σε χρηματικούς όρους.

  4. "The art of persuasion is unpurchasable; it requires skill and practice."
    Η τέχνη της πειθούς είναι μη αγοραστή; Απαιτεί δεξιότητα και πρακτική.

  5. "Integrity is an unpurchasable asset in professional relationships."
    Η ακεραιότητα είναι ένα μη αγοραστό περιουσιακό στοιχείο στις επαγγελματικές σχέσεις.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "unpurchasable" αποτελείται από το πρόθεμα "un-" (που υποδηλώνει άρνηση) και το ρήμα "purchasable" (που προέρχεται από το ρήμα "purchase", το οποίο σημαίνει "αγοράζω"). Το "purchase" προέρχεται από τη λατινική λέξη "purchasare".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Inaccessible (απρόσιτος) - Priceless (ανεκτίμητος)

Αντώνυμα: - Purchasable (αγοραστός) - Available (διαθέσιμος για αγορά)



25-07-2024