Unquotable είναι επίθετο.
/ʌnˈkwəʊtəbl/
Η λέξη unquotable αναφέρεται σε κάτι που δεν μπορεί να παρατεθεί ή να αναφερθεί ενορχηστρωμένα, συνήθως διότι είναι πολύ προσωπικό, ακατάλληλο ή δεν έχει κάποιο ουσιαστικό νόημα που να μπορεί να επαναληφθεί. Χρησιμοποιείται συχνά σε περιπτώσεις που αφορά λόγια ή δηλώσεις που δεν είναι κατάλληλα ή δεν έχουν αξία για να παρατεθούν ολόκληρα.
Στη γλώσσα των Αγγλικών, η λέξη χρησιμοποιείται σπανίως στον προφορικό λόγο και κάπως περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε αναλύσεις ή κριτικές.
Αντίδρασή του ήταν τόσο αυθόρμητη που δεν μπορούσε να παρατεθεί.
The discussion got so personal that most of it was unquotable.
Αν και η λέξη unquotable δεν είναι συνηθισμένη σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, η έννοιά της μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορα περιβάλλοντα για να περιγράψει καταστάσεις ή δηλώσεις που είναι δύσκολο να επαναληφθούν.
Μου είπε μια ιστορία που ήταν πολύ μη αναφερόμενη για το κοινό.
"The unquotable truth behind his words left everyone speechless."
Η μη αναφερόμενη αλήθεια πίσω από τα λόγια του άφησε όλους άφωνους.
"There are moments in life that are just unquotable."
Υπάρχουν στιγμές στη ζωή που είναι απλώς μη αναφερόμενες.
"The unquotable comments made during the meeting were the most revealing."
Η λέξη προέρχεται από το πρόθεμα "un-" που υποδηλώνει την negation (άρνηση) και τη λέξη "quotable", η οποία προέρχεται από τη ρίζα "quote" (παράθεση) και το επίθετο "-able" που υποδηλώνει ικανότητα ή δυνατότητα.
Συνώνυμα: - Incommunicable (μη επικοινωνήσιμος) - Unsayable (μη λέξιμος)
Αντώνυμα: - Quotable (αναφερόμενος) - Citable (παρατίθεται)