unreasoning - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

unreasoning (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Επίθετο

Φωνητική μεταγραφή

/ʌnˈriːzənɪŋ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "unreasoning" αναφέρεται σε μια κατάσταση ή συμπεριφορά που δεν βασίζεται στη λογική ή στη σκέψη. Χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει τις αποφάσεις ή τις αντιδράσεις που προκύπτουν από συναισθηματικούς ή παρορμητικούς λόγους, αντί από λογική ανάλυση. Η λέξη αυτή συναντάται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και η συχνότητα χρήσης της μπορεί να είναι λιγότερη σε καθημερινές συνομιλίες.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. His unreasoning fear of heights prevented him from enjoying the view.
  2. Ο αλόγιστος φόβος του για τα ύψη τον εμπόδισε να απολαύσει τη θέα.

  3. The committee made an unreasoning decision that upset many of the members.

  4. Η επιτροπή πήρε μια αλόγιστη απόφαση που αναστάτωσε πολλούς από τα μέλη.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "unreasoning" δεν εμφανίζεται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμούς που αναφέρονται σε αποφάσεις ή συναισθηματικές αντιδράσεις. Ακολουθούν μερικές σχετικές προτάσεις:

  1. Her unreasoning emotions led her to make a hasty decision.
  2. Τα αλόγιστα συναισθήματά της την οδήγησαν να πάρει μια βιαστική απόφαση.

  3. Many people's unreasoning loyalty can blind them to the truth.

  4. Η αλόγιστη πιστότητα πολλών ανθρώπων μπορεί να τους τυφλώσει από την αλήθεια.

  5. Unreasoning rage flared up during the argument.

  6. Η αλόγιστη οργή ξεπήδησε κατά τη διάρκεια της διαφωνίας.

Ετυμολογία

Η λέξη "unreasoning" αποτελείται από το πρόθεμα "un-" που σημαίνει "όχι" ή "χωρίς" και το ουσιαστικό "reason" (λόγος, λογική) με την προσθήκη του επιθετικού "-ing". Έτσι, κυριολεκτικά σημαίνει "χωρίς λόγο".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα

Αντώνυμα



25-07-2024