Επίθετο
/ʌnˈriːzənɪŋ/
Η λέξη "unreasoning" αναφέρεται σε μια κατάσταση ή συμπεριφορά που δεν βασίζεται στη λογική ή στη σκέψη. Χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει τις αποφάσεις ή τις αντιδράσεις που προκύπτουν από συναισθηματικούς ή παρορμητικούς λόγους, αντί από λογική ανάλυση. Η λέξη αυτή συναντάται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και η συχνότητα χρήσης της μπορεί να είναι λιγότερη σε καθημερινές συνομιλίες.
Ο αλόγιστος φόβος του για τα ύψη τον εμπόδισε να απολαύσει τη θέα.
The committee made an unreasoning decision that upset many of the members.
Η λέξη "unreasoning" δεν εμφανίζεται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμούς που αναφέρονται σε αποφάσεις ή συναισθηματικές αντιδράσεις. Ακολουθούν μερικές σχετικές προτάσεις:
Τα αλόγιστα συναισθήματά της την οδήγησαν να πάρει μια βιαστική απόφαση.
Many people's unreasoning loyalty can blind them to the truth.
Η αλόγιστη πιστότητα πολλών ανθρώπων μπορεί να τους τυφλώσει από την αλήθεια.
Unreasoning rage flared up during the argument.
Η λέξη "unreasoning" αποτελείται από το πρόθεμα "un-" που σημαίνει "όχι" ή "χωρίς" και το ουσιαστικό "reason" (λόγος, λογική) με την προσθήκη του επιθετικού "-ing". Έτσι, κυριολεκτικά σημαίνει "χωρίς λόγο".