unrefreshed - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

unrefreshed (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Επίθετο

Φωνητική μεταγραφή

/ʌnˈrɛfɹɛʃt/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Η λέξη "unrefreshed" αναφέρεται σε μια κατάσταση στην οποία κάποιος ή κάτι δεν έχει ανανεωθεί ή δεν έχει βιώσει φρεσκάδα. Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει την αίσθηση σωματικής ή πνευματικής κούρασης. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο και σε πιο επίσημες ή ιατρικές συζητήσεις σχετικά με την κούραση και την έλλειψη ύπνου.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. "After staying up all night, I felt completely unrefreshed."
  2. "Μετά τη νυχτερινή παραμονή ξύπνιος, ένιωθα τελείως μη ανανεωμένος."

  3. "He woke up unrefreshed, still tired from the previous day."

  4. "Ξύπνησε μη φρέσκος, ακόμα κουρασμένος από την προηγούμενη ημέρα."

  5. "An unrefreshed mind struggles to focus."

  6. "Ένα μη ανανεωμένο μυαλό δυσκολεύεται να συγκεντρωθεί."

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "unrefreshed" δεν είναι ιδιαίτερα συχνά χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να σχηματίσει εκφράσεις σχετικά με τη κούραση.

  1. "Feel unrefreshed after a long day at work."
  2. "Νιώθω μη ανανεωμένος μετά από μια μακρά ημέρα στη δουλειά."

  3. "An unrefreshed body can lead to decreased performance."

  4. "Ένα μη ανανεωμένο σώμα μπορεί να οδηγήσει σε μειωμένη απόδοση."

  5. "Many people feel unrefreshed due to lack of quality sleep."

  6. "Πολλοί άνθρωποι νιώθουν μη φρέσκοι λόγω έλλειψης ποιοτικού ύπνου."

Ετυμολογία

Η λέξη "unrefreshed" προέρχεται από το πρόθεμα "un-", το οποίο χρησιμοποιείται για να δείξει την αντίθεση ή την έλλειψη, και τη ρίζα "refreshed", η οποία προέρχεται από το ρήμα "refresh" (να ανανεωθώ, να φρεσκάρω). Το "refresh" έχει τις ρίζες του στο λατινικό "refrescāre".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - exhausted (κουρασμένος) - fatigued (κουρασμένος) - drained (αδειασμένος)

Αντώνυμα: - refreshed (ανανεωμένος) - revitalized (αναζωογονημένος) - rejuvenated (ανανεωμένος)



25-07-2024