Επίθετο
/ʌnˈrɛfɹɛʃt/
Η λέξη "unrefreshed" αναφέρεται σε μια κατάσταση στην οποία κάποιος ή κάτι δεν έχει ανανεωθεί ή δεν έχει βιώσει φρεσκάδα. Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει την αίσθηση σωματικής ή πνευματικής κούρασης. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο και σε πιο επίσημες ή ιατρικές συζητήσεις σχετικά με την κούραση και την έλλειψη ύπνου.
"Μετά τη νυχτερινή παραμονή ξύπνιος, ένιωθα τελείως μη ανανεωμένος."
"He woke up unrefreshed, still tired from the previous day."
"Ξύπνησε μη φρέσκος, ακόμα κουρασμένος από την προηγούμενη ημέρα."
"An unrefreshed mind struggles to focus."
Η λέξη "unrefreshed" δεν είναι ιδιαίτερα συχνά χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να σχηματίσει εκφράσεις σχετικά με τη κούραση.
"Νιώθω μη ανανεωμένος μετά από μια μακρά ημέρα στη δουλειά."
"An unrefreshed body can lead to decreased performance."
"Ένα μη ανανεωμένο σώμα μπορεί να οδηγήσει σε μειωμένη απόδοση."
"Many people feel unrefreshed due to lack of quality sleep."
Η λέξη "unrefreshed" προέρχεται από το πρόθεμα "un-", το οποίο χρησιμοποιείται για να δείξει την αντίθεση ή την έλλειψη, και τη ρίζα "refreshed", η οποία προέρχεται από το ρήμα "refresh" (να ανανεωθώ, να φρεσκάρω). Το "refresh" έχει τις ρίζες του στο λατινικό "refrescāre".
Συνώνυμα: - exhausted (κουρασμένος) - fatigued (κουρασμένος) - drained (αδειασμένος)
Αντώνυμα: - refreshed (ανανεωμένος) - revitalized (αναζωογονημένος) - rejuvenated (ανανεωμένος)