Η φράση "unrestricted extension" αποτελείται από δύο λέξεις. "Unrestricted" είναι επίθετο και "extension" είναι ουσιαστικό.
/unrɪˈstrɪktɪd ɪkˈstɛnʃən/
Η φράση "unrestricted extension" αναφέρεται σε μια κατάσταση ή διαδικασία όπου δεν υπάρχουν περιορισμοί ή περιορισμοί στην επέκταση κάτι, όπως σε τεχνολογικό ή νομικό πλαίσιο. Χρησιμοποιείται συχνά σε τομείς όπως η πληροφορική, νομική και εφαρμοσμένες επιστήμες.
Η χρήση της φράσης είναι περισσότερο ενδεδειγμένη σε γραπτές επικοινωνίες και τεχνικά κείμενα παρά στον προφορικό λόγο. Χρησιμοποιείται τόσο σε επιστημονικές αναφορές όσο και σε διαδικτυακές αναζητήσεις.
"Η εταιρεία προσφέρει μια μη περιορισμένη επέκταση των υπηρεσιών της σε όλους τους πελάτες."
"Due to the unrestricted extension, we can improve our project deadlines significantly."
Η φράση "unrestricted extension" δεν είναι κοινά χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να παρατηρηθεί σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα ή σχετικές εκφράσεις:
"Η μη περιορισμένη επέκταση της προθεσμίας μας επέτρεψε να πετύχουμε καλύτερα αποτελέσματα."
"With an unrestricted extension of capabilities, the software can handle larger datasets."
"Με μια μη περιορισμένη επέκταση δυνατοτήτων, το λογισμικό μπορεί να χειριστεί μεγαλύτερα σύνολα δεδομένων."
"The bond's unrestricted extension provides investors with peace of mind."
Συνώνυμα: - Unconstrained extension (μη περιοριζόμενη επέκταση) - Unlimited extension (απεριόριστη επέκταση)
Αντώνυμα: - Restricted extension (περιορισμένη επέκταση) - Limited extension (περιορισμένη επέκταση)