Ο όρος "unruptured aneurysm" είναι ουσιαστικό.
/ʌnˈrʌp.tʃərd əˈn.jʊə.rɪzm/
Το "unruptured aneurysm" αναφέρεται σε ένα ανεύρυσμα που δεν έχει ρήξη. Ένα ανεύρυσμα είναι η διόγκωση ή ο σχηματισμός ενός «μπαλκονιού» σε ένα αγγείο του αίματος, που μπορεί να είναι επικίνδυνο σε περίπτωση ρήξης. Στη γλώσσα Αγγλικά, η φράση χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά συμφραζόμενα και έχει σημασία στην διαγνωστική απεικόνιση και την αξιολόγηση κινδύνων για την υγεία. Χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε ιατρικές αναφορές και άρθρα.
The patient was diagnosed with an unruptured aneurysm.
(Ο ασθενής διαγνώστηκε με μη ρήξη ανεύρυσμα.)
Monitoring an unruptured aneurysm is crucial for preventing complications.
(Η παρακολούθηση ενός μη ρήξη ανευρύσματος είναι κρίσιμη για την πρόληψη επιπλοκών.)
Doctors recommended regular scans to keep track of the unruptured aneurysm.
(Οι γιατροί συνέστησαν τακτικές εξετάσεις για να παρακολουθούν το μη ρήξη ανεύρυσμα.)
Η φράση "unruptured aneurysm" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να βρεθεί σε ιατρικά συμφραζόμενα που σχετίζονται με την πρόληψη και τη θεραπεία ανευρυσμάτων. Ορισμένες συνήθεις ιατρικές φράσεις είναι:
Living with an unruptured aneurysm requires careful management.
(Η ζωή με ένα μη ρήξη ανεύρυσμα απαιτεί προσεκτική διαχείριση.)
Patients with an unruptured aneurysm should avoid high-risk activities.
(Οι ασθενείς με μη ρήξη ανεύρυσμα θα πρέπει να αποφεύγουν υψηλού κινδύνου δραστηριότητες.)
The team studied the long-term effects of an unruptured aneurysm.
(Η ομάδα μελέτησε τις μακροχρόνιες επιδράσεις ενός μη ρήξη ανευρύσματος.)
Η λέξη "aneurysm" προέρχεται από τα Ελληνικά "αῠξήσις" (αυξαίνω) και "σακκίδιον" (τσέπη), που αναφέρεται σε μια δομή που διογκώνεται. Η πρόθεση "un-" σημαίνει "μη" ή "χωρίς", που υποδηλώνει την κατάσταση του ανευρύσματος που δεν έχει ρήξη.
Συνώνυμα: - non-ruptured aneurysm (μη ρήξη ανεύρυσμα) - stable aneurysm (σταθερό ανεύρυσμα)
Αντώνυμα: - ruptured aneurysm (ρήξη ανεύρυσμα) - burst aneurysm (σπασμένο ανεύρυσμα)