Ρήμα (Adjective)
/ʌnˈsɛd/
Η λέξη "unsaid" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που δεν έχει εκφραστεί ή ειπωθεί. Συνήθως αναφέρεται σε σκέψεις, συναισθήματα ή πληροφορίες που παραμένουν ανεξακρίβωτες, είτε λόγω ντροπής, φόβου, είτε λόγω της κατάστασης στην οποία βρίσκονται οι συμμετέχοντες στη συζήτηση. Σε γενικές γραμμές, η λέξη χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να συναντηθεί και στον προφορικό λόγο, ειδικά σε φιλικές ή οικείες συζητήσεις.
There were many feelings left unsaid during their conversation.
Υπήρχαν πολλά συναισθήματα που παρέμειναν ανείπωτα κατά τη διάρκεια της συζήτησής τους.
The unsaid words hung in the air, creating an uncomfortable silence.
Οι ανείπωτες λέξεις κρέμονταν στον αέρα, δημιουργώντας μια άβολη σιωπή.
Η λέξη "unsaid" μπορεί να εμφανιστεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που υποδηλώνουν την ένταση ή τη σημασία του αθέατου. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Sometimes what’s left unsaid is more powerful than what’s spoken.
Μερικές φορές, αυτό που μένει ανείπωτο είναι πιο ισχυρό από αυτό που λέγεται.
The unsaid truths between friends can either bring them closer or push them apart.
Οι ανείπωτες αλήθειες μεταξύ φίλων μπορούν είτε να τους φέρουν πιο κοντά είτε να τους απομακρύνουν.
In relationships, the unsaid can create misunderstandings.
Στις σχέσεις, τα ανείπωτα μπορούν να δημιουργήσουν παρεξηγήσεις.
There's often a lot left unsaid in family discussions.
Συχνά μένουν πολλά ανείπωτα στις οικογενειακές συζητήσεις.
The unsaid rules of the game are just as important as the ones written down.
Οι ανείπωτοι κανόνες του παιχνιδιού είναι εξίσου σημαντικοί με αυτούς που είναι γραμμένοι.
Η λέξη "unsaid" προέρχεται από το πρόθεμα "un-" που σημαίνει "όχι" ή "χωρίς", και από το παρελθόν του ρήματος "say" (να πεις). Χρονολογείται από τον 14ο αιώνα.
Συνώνυμα: - Unspoken - Implicit - Inexpressed
Αντώνυμα: - Said - Spoken - Expressed