Το "unshaped" είναι επίθετο.
/ʌnˈʃeɪpt/
Η λέξη "unshaped" αναφέρεται σε κάτι που δεν έχει καθορισμένο ή αναγνωρίσιμο σχήμα. Στην Αγγλική γλώσσα, χρησιμοποιείται για να περιγράψει αντικείμενα, καταστάσεις ή ιδέες που δεν έχουν διαμορφωθεί ή οργανωθεί με συγκεκριμένο τρόπο. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι σχετικά χαμηλή, και χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε βιβλία ή άρθρα, παρά στον προφορικό λόγο.
Ο καλλιτέχνης προτίμησε να δουλέψει με ασχημάτιστα υλικά για να δημιουργήσει ένα μοναδικό γλυπτό.
The children's creativity was evident in their unshaped drawings.
Η δημιουργικότητα των παιδιών ήταν εμφανής στα ασχημάτιστα σχέδιά τους.
In nature, many rocks are left unshaped by human intervention.
Η λέξη "unshaped" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συμπεριληφθεί σε κάποιες εκφράσεις σχετικές με την έλλειψη σχήματος ή μορφή:
Η ζωή μπορεί συχνά να φαίνεται ασχημάτιστη χωρίς σαφείς στόχους.
The unshaped ideas in his mind needed time to be refined.
Οι ασχημάτιστες ιδέες στο μυαλό του χρειάζονταν χρόνο για να εκλεπτυνθούν.
She found beauty in the unshaped chaos of the natural world.
Η λέξη "unshaped" προέρχεται από το επίθετο "shaped" που σημαίνει "σε σχήμα" και το πρόθεμα "un-", το οποίο υποδεικνύει την άρνηση ή την έλλειψη. Έτσι, "unshaped" κυριολεκτικά σημαίνει "χωρίς σχήμα".
Συνώνυμα: - shapeless - formless - unformed
Αντώνυμα: - shaped - formed - structured