Ο όρος "unsigned letter" λειτουργεί ως ουσιαστικό φράση.
/ʌnˈsaɪnd ˈlɛtər/
Η φράση "unsigned letter" αναφέρεται σε μια επιστολή που δεν έχει υπογραφή. Χρησιμοποιείται κυρίως σε νομικά ή επίσημα συμφραζόμενα, όπου η υπογραφή είναι κρίσιμη για την εγκυρότητα του περιεχομένου. Η χρήση της είναι σχετικά σπάνια σε καθημερινές συνομιλίες και εμφανίζεται περισσότερο σε γραπτές ή επίσημες επικοινωνίες.
Η φράση "unsigned letter" χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο, όπως νομικά έγγραφα ή αλληλογραφία, και όχι τόσο στον προφορικό λόγο.
"Έλαβα ένα μη υπογεγραμμένο γράμμα ταχυδρομικώς σήμερα."
"The unsigned letter raised several questions about its authenticity."
"Το ανυπόγραφο γράμμα προκάλεσε πολλές ερωτήσεις σχετικά με την αυθεντικότητά του."
"In legal matters, an unsigned letter may not hold any value."
Η φράση "unsigned letter" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά σχετίζεται με έννοιες που αφορούν την απουσία έγκρισης ή εγκυρότητας. Παρακάτω είναι κάποιες σχετικές φράσεις:
"Ένα ανυπόγραφο συμφωνητικό δεν αξίζει το χαρτί στο οποίο είναι γραμμένο."
"Leaving an unsigned letter means leaving uncertainty behind."
"Αφήνοντας ένα ανυπόγραφο γράμμα σημαίνει ότι αφήνεις πίσω την αβεβαιότητα."
"An unsigned letter often leads to misunderstandings."
Η λέξη "unsigned" προέρχεται από το πρόθεμα "un-" που σημαίνει "μη" και το ρήμα "sign" που σημαίνει "υπογράφω". Η λέξη "letter" προέρχεται από τη λατινική λέξη "litera" που σημαίνει "γράμμα".
Αυτές οι πληροφορίες θα σας βοηθήσουν να κατανοήσετε καλύτερα τη φράση "unsigned letter" στην αγγλική γλώσσα.