"Unsoiled handkerchief" είναι μια φράση που αποτελείται από ένα επίθετο ("unsoiled") και ένα ουσιαστικό ("handkerchief").
/ʌnˈsɔɪld ˈhæŋkərˌtʃif/
"Unsoiled handkerchief" αναφέρεται σε ένα μαντήλι που είναι καθαρό, χωρίς λεκέδες ή βρωμιά. Αυτή η φράση μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες περιστάσεις, όπως σε επίσημες ή καθημερινές καταστάσεις. Η συχνότητα χρήσης της συγκεκριμένης φράσης είναι χαμηλή, καθώς οι περισσότεροι άνθρωποι απλώς αναφέρονται σε ένα "καθαρό μαντήλι". Χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο.
I always carry an unsoiled handkerchief in my pocket.
Πάντα κουβαλάω ένα καθαρό μαντήλι στην τσέπη μου.
He offered her an unsoiled handkerchief when she sneezed.
Της πρόσφερε ένα καθαρό μαντήλι όταν φτέρνισε.
The unsoiled handkerchief stood out against the dark tablecloth.
Το καθαρό μαντήλι ξεχώριζε πάνω από το σκοτεινό τραπεζομάντιλο.
Η φράση "unsoiled handkerchief" δεν είναι κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορούμε να δούμε τη χρήση του "handkerchief" σε κάποιες ιδιοματικές εκφράσεις και εκφράσεις της καθημερινότητας.
"To wave a handkerchief"
Αγγλικά: She waved her handkerchief at the train as it departed.
Ελληνικά: Κούνησε το μαντήλι της στο τρένο καθώς αναχωρούσε.
"To take it on the chin with a handkerchief"
Αγγλικά: He took the bad news on the chin, wiping his eyes with a handkerchief.
Ελληνικά: Ανέχθηκε τα κακά νέα, σκουπίζοντας τα μάτια του με ένα μαντήλι.
"A handkerchief for my tears"
Αγγλικά: She handed me a handkerchief for my tears during the sad movie.
Ελληνικά: Μου έδωσε ένα μαντήλι για τα δάκρυά μου κατά τη διάρκεια της θλιβερής ταινίας.
Η λέξη "handkerchief" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "couvre-chef" που σημαίνει "κεφαλόπανο", και η λέξη "unsoiled" προέρχεται από το αγγλικό "soiled", που σημαίνει "βρώμικος".
Συνώνυμα: - Clean handkerchief - Fresh handkerchief
Αντώνυμα: - Soiled handkerchief - Dirty handkerchief