Το "unsorted goods" είναι μια φράση που περιγράφει μια κατηγορία ουσιαστικών.
/ˌʌnˈsɔːrtəd ɡʊdz/
Η φράση "unsorted goods" αναφέρεται σε προϊόντα ή αγαθά που δεν έχουν ταξινομηθεί ή οργανωθεί. Είναι συχνά χρήση σε αποθήκες, διαδικασίες διανομής ή εμπορικούς τομείς όπου απαιτείται η κατηγοριοποίηση των αντικειμένων. Η συχνότητα χρήσης αυτής της φράσης είναι μεγαλύτερη σε γραπτό κείμενο, ειδικότερα σε τεχνικά ή εμπορικά έγγραφα.
Η αποθήκη ήταν γεμάτη με αταξινόμητα αγαθά που περίμεναν να κατηγοριοποιηθούν.
Shipping delays were caused by unsorted goods stacking up in the docks.
Οι καθυστερήσεις αποστολής προκλήθηκαν από τα αταξινόμητα αγαθά που συσσωρεύονταν στις αποβάθρες.
The team spent hours organizing the unsorted goods into their respective categories.
Η φράση "unsorted goods" δεν είναι κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμούς για να αποδώσει την έννοια της αταξινόμητης κατάστασης. Ακολουθούν μερικές προτάσεις:
Πρέπει να ασχοληθούμε με αυτά τα αταξινόμητα αγαθά πριν γίνουν ένα μεγαλύτερο χάος.
The inventory management system helps reduce the issues caused by unsorted goods.
Το σύστημα διαχείρισης αποθεμάτων βοηθά στη μείωση των προβλημάτων που προκαλούνται από τα αταξινόμητα αγαθά.
He realized that working with unsorted goods can lead to unexpected challenges.
Συνειδητοποίησε ότι η εργασία με αταξινόμητα αγαθά μπορεί να οδηγήσει σε απροσδόκητες προκλήσεις.
The factory had a backlog of unsorted goods that needed immediate attention.
Το εργοστάσιο είχε μια καθυστέρηση αταξινόμητων αγαθών που χρειάζονταν άμεση προσοχή.
Shipping companies often face issues with unsorted goods during peak seasons.
Η λέξη "unsorted" προέρχεται από το πρόθεμα "un-", που σημαίνει "μη", και το ρήμα "sort", που σημαίνει "ταξινομώ". Η λέξη "goods" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "gōd", που σημαίνει "πράγμα, αγαθό".
Disorganized goods (ασυγκέντρωτα αγαθά)
Αντώνυμα: