Το "unstow" είναι ρήμα.
/ˌʌnˈstoʊ/
Το "unstow" σημαίνει την πράξη της αφαίρεσης ή της απελευθέρωσης αντικειμένων που έχουν αποθηκευτεί. Χρησιμοποιείται κυρίως σε περιβάλλοντα όπου η αποθήκευση και η οργάνωση των αντικειμένων είναι σημαντική, όπως σε πλοία, αποθήκες, ή στην καθημερινή ζωή. Η συχνότητα χρήσης του είναι λιγότερο συχνή στο προφορικό λόγο και πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε τεχνικά ή ναυτιλιακά κείμενα.
Πρέπει να ξεστοίβαξουμε το φορτίο πριν μπορέσουμε να βάλουμε πλώρη.
After the vacation, they had to unstow their luggage from the car.
Μετά τις διακοπές, έπρεπε να ξεστοίβασουν τις αποσκευές τους από το αυτοκίνητο.
The crew worked quickly to unstow the supplies for the mission.
Το "unstow" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενο σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να παρατηρηθεί σε συγκεκριμένα πλαίσια, κυρίως στον τομέα της ναυτιλίας ή της αποθήκευσης.
Είναι καιρός να ξεστοίβουμε τους κρυμμένους θησαυρούς!
"After months of storage, I finally decided to unstow my books."
Μετά από μήνες αποθήκευσης, τελικά αποφάσισα να ξεστοίβω τα βιβλία μου.
"They had to unstow the equipment carefully to avoid damage."
Η λέξη "unstow" προέρχεται από το πρόθεμα "un-" που σημαίνει "κατάργηση" ή "ανάκτηση" και το ρήμα "stow" που σημαίνει "αποθηκεύω" ή "βάζω σε τάξη". Συνεπώς, "unstow" αναφέρεται στην πράξη της αφαίρεσης των στοιχείων που έχουν αποθηκευτεί.
Συνώνυμα: - αποθηκεύω (στο φόντο του αντίθετου) - αφαιρώ - ξεφορτώνομαι
Αντώνυμα: - stow (αποθηκεύω) - αποθηκεύω - οργανώνω