Unsufficiency είναι ουσιαστικό.
/ˌʌn.səˈfɪʃ.ən.si/
Η λέξη "unsufficiency" αναφέρεται στην κατάσταση ή ποιότητα της απουσίας αρκετών ή ικανοποιητικών πόρων, ικανοτήτων ή χρόνου. Χρησιμοποιείται κυρίως σε πλαίσια όπου κάτι είναι ανεπαρκές ή δεν πληροί τις απαιτούμενες προδιαγραφές. Η χρήση της είναι πιο κοινή σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε ακαδημαϊκά κείμενα ή επίσημες αναφορές, παρά στον προφορικό λόγο.
The team's unsufficiency in resources led to project delays.
Η ανεπάρκεια του ομάδας σε πόρους οδήγησε σε καθυστερήσεις του έργου.
Unsufficiency of funding is a common issue for non-profit organizations.
Η ανεπάρκεια χρηματοδότησης είναι ένα κοινό ζήτημα για τις μη κερδοσκοπικές οργανώσεις.
The unsufficiency of evidence made it difficult to prove the case in court.
Η ανεπάρκεια αποδείξεων έκανε δύσκολη την απόδειξη της υπόθεσης στο δικαστήριο.
Η "unsufficiency" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά η έννοια της ανεπάρκειας είναι παρούσα σε πολλές φράσεις:
"In times of unsufficiency, creativity becomes essential."
"Σε περιόδους ανεπάρκειας, η δημιουργικότητα γίνεται ουσιώδης."
"They managed to adapt to the unsufficiency of supplies."
"Διαχειρίστηκαν να προσαρμοστούν στην ανεπάρκεια προμηθείας."
"The unsufficiency of time forced them to prioritize their tasks."
"Η ανεπάρκεια χρόνου τους ώθησε να ιεραρχήσουν τις εργασίες τους."
Η λέξη "unsufficiency" προέρχεται από το πρόθεμα "un-" που δηλώνει την αρνητικότητα και την λέξη "sufficiency", που προέρχεται από το λατινικό "sufficientia", που σημαίνει "ικανότητα" ή "επάρκεια".
Συνώνυμα: - ανεπάρκεια - ατελής κατάσταση - ελλιπής ποιότητα
Αντώνυμα: - επάρκεια - πληρότητα - ικανότητα