Επίθετο
/ʌnˈsərˌpæsəbl/
Η λέξη "unsurpassable" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που δεν μπορεί να ξεπεραστεί ή να ξεπεράσει το επίπεδο του. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό λόγο και είναι λιγότερο συνηθισμένη στην καθημερινή ομιλία. Στην Αγγλική γλώσσα, η λέξη χρησιμοποιείται για να τονίσει την υψηλή ποιότητα ή την ανωτερότητα ενός πράγματος, όπως ένα επίτευγμα, μια ικανότητα ή μια κατάσταση.
This performance was unsurpassable in its emotional depth and technical skill.
Αυτή η παράσταση ήταν αξεπέραστη στην συναισθηματική της βάθος και τεχνική δεξιοτεχνία.
His achievements in sports are considered unsurpassable by many critics.
Τα επιτεύγματά του στον αθλητισμό θεωρούνται αξεπέραστα από πολλούς κριτικούς.
The beauty of the sunset at the Grand Canyon is unsurpassable.
Η ομορφιά του ηλιοβασιλέματος στο Γκραντ Κάνιον είναι απροσπέλαστη.
Η λέξη "unsurpassable" δεν είναι αρκετά κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες φράσεις για να ενισχύσει την σημασία της ανωτερότητας.
The quality of their service is truly unsurpassable when compared to others.
Η ποιότητα της εξυπηρέτησής τους είναι πραγματικά αξεπέραστη σε σύγκριση με άλλες.
In my opinion, her talent for painting is unsurpassable in the art community.
Κατά τη γνώμη μου, το ταλέντο της στη ζωγραφική είναι αξεπέραστο στην καλλιτεχνική κοινότητα.
He always strives for unsurpassable perfection in his work.
Πάντα επιδιώκει την αξεπέραστη τελειότητα στη δουλειά του.
The restaurant's cuisine is regarded as unsurpassable by food critics.
Η κουζίνα του εστιατορίου θεωρείται αξεπέραστη από τους κριτικούς φαγητού.
Η λέξη "unsurpassable" προέρχεται από την αγγλική λέξη "surpass," που σημαίνει "ξεπερνώ," με τον πρόθετο "un-" να προσθέτει την έννοια του αρνητικού (ότι δεν μπορεί να ξεπεραστεί) και την κατάληξη "-able" που σημαίνει "ικανό να γίνει."
Συνώνυμα: - Incomparable - Unmatched - Peerless
Αντώνυμα: - Surpassable - Ordinary - Average