Αγγλικά: επίθετο (adjective)
Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο: /ʌnˈsɪŋkrənaɪzd/
Η λέξη "unsynchronized" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που δεν είναι συγχρονισμένο ή όχι σε συμφωνία με άλλο στοιχείο ή χρονισμό. Συχνά χρησιμοποιείται σε τεχνολογία, μουσική, και στην καθημερινή γλώσσα για να δείξει ότι διάφορα στοιχεία ή διαδικασίες δεν κινούνται ή δεν λειτουργούν ταυτόχρονα.
Συχνότητα Χρήσης: Η λέξη χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτό λόγο, αλλά μπορεί επίσης να εμφανιστεί στον προφορικό λόγο σε συγκεκριμένα τεχνικά ή επιστημονικά πλαίσια.
The audio and video were unsynchronized during the live broadcast.
Ο ήχος και το βίντεο ήταν ασυγχρόνιστα κατά τη διάρκεια της ζωντανής μετάδοσης.
Her speech felt unsynchronized with the emotions of the audience.
Ο λόγος της φαινόταν ασυγχρόνιστος με τα συναισθήματα του κοινού.
They noticed that their schedules were often unsynchronized, causing delays.
Παρατήρησαν ότι τα προγράμματά τους ήταν συχνά ασυγχρόνιστα, προκαλώντας καθυστερήσεις.
Αν και η λέξη "unsynchronized" δεν χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, μπορεί να συνδυαστεί σε προτάσεις που εκφράζουν την αποτυχία συγχρονισμού.
When we tried to work together, our efforts were unsynchronized.
Όταν προσπαθήσαμε να συνεργαστούμε, οι προσπάθειές μας ήταν ασυγχρόνιστες.
The team's unsynchronized movements led to several mistakes during the performance.
Οι ασυγχρόνιστες κινήσεις της ομάδας οδήγησαν σε αρκετά λάθη κατά την παράσταση.
Their unsynchronized actions demonstrated a lack of communication.
Οι ασυγχρόνιστες ενέργειές τους έδειξαν έλλειψη επικοινωνίας.
Even though the project started strong, the unsynchronized efforts led to its failure.
Ακόμα κι αν το έργο ξεκίνησε δυναμικά, οι ασυγχρόνιστες προσπάθειες οδήγησαν στην αποτυχία του.
Η λέξη "unsynchronized" προέρχεται από την πρόθεση "un-" που σημαίνει "μη" + "synchronized", η οποία προέρχεται από το ελληνικό "συγχρονισμός" (synchronism) που σημαίνει "χρόνοι που ταιριάζουν".
Συνώνυμα: - ασυγχρόνιστος - μη συντονισμένος - νοητικά διαχωρισμένος
Αντώνυμα: - συγχρονισμένος - ενορχηστρωμένος - συντονισμένος