Το "untenable position" είναι φράση που λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/ʌnˈtɛnəbl pəˈzɪʃən/
Η φράση "untenable position" αναφέρεται σε μια κατάσταση ή θέση που δεν είναι υποστηρίξιμη ή βιώσιμη, είτε λόγω έλλειψης σοβαρών επιχειρημάτων είτε λόγω αλλαγών στην πραγματικότητα που καθιστούν δύσκολο ή αδύνατο να υποστηριχθεί. Χρησιμοποιείται συχνά σε πολιτικά, κοινωνικά ή επαγγελματικά συμφραζόμενα.
Η συχνότητα χρήσης είναι αρκετά υψηλή, κυρίως σε γραπτό λόγο, όπως άρθρα, αναλύσεις και ακαδημαϊκές δημοσιεύσεις. Ωστόσο, μπορεί επίσης να εμφανιστεί και στον προφορικό λόγο, ειδικά σε συζητήσεις σχετικά με πολιτική ή στρατηγικές.
Το σχέδιο της εταιρείας να επεκταθεί σε νέες αγορές βασίζεται σε μία μη βιώσιμη θέση.
He realized that his arguments were built on an untenable position.
Συνειδητοποίησε ότι τα επιχειρήματά του ήταν χτισμένα σε μία ανεπίκαιρη κατάσταση.
The government's stance on the issue has become untenable after recent events.
Η φράση "untenable position" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα.
Το να βρεθεί κανείς σε μία μη βιώσιμη θέση μπορεί να οδηγήσει σε απρόβλεπτες συνέπειες.
His argument was dismissed as coming from an untenable position.
Το επιχείρημά του απορρίφθηκε ως προερχόμενο από μία ανεπίκαιρη κατάσταση.
The diplomatic negotiations reached an untenable position that required a change in strategy.
Οι διπλωματικές διαπραγματεύσεις κατέληξαν σε μία μη βιώσιμη θέση που απαιτούσε αλλαγή στρατηγικής.
When your beliefs are founded on an untenable position, it’s time to rethink your approach.
Όταν οι πεποιθήσεις σας θεμελιώνονται σε μία μη βιώσιμη θέση, είναι καιρός να ξανασκεφτείτε την προσέγγισή σας.
The team's proposal was criticized for being based on an untenable position in light of new research.
Η λέξη "untenable" προέρχεται από το γαλλικό "untenable" που σημαίνει "μη υποστηρίξιμος", το οποίο συνδυάζει το πρόθεμα "un-" (όχι) με το "tenable", που προέρχεται από το λατινικό "tenere" που σημαίνει "κρατώ".