Το "untender" είναι ένα ρήμα.
/ʌnˈtɛndər/
Η λέξη "untender" συνήθως περιγράφει κάτι που δεν είναι τρυφερό ή ευγενικό, είτε αναφέρεται σε φυσικές αισθήσεις (όπως η υφή ενός αντικειμένου ή το συναίσθημα) ή σε συμπεριφορές και στάσεις. Χρησιμοποιείται σπάνια στην καθημερινή ομιλία, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε περιγραφές που σχετίζονται με ανθρώπινες συμπεριφορές.
The ground felt untender underfoot, making it hard to walk.
Το έδαφος ήταν σκληρό κάτω από τα πόδια, καθιστώντας δύσκολη την πορεία.
His untender words hurt her feelings.
Οι σκληρές του λέξεις πλήγωσαν τα αισθήματά της.
The untender nature of the material made it unsuitable for the project.
Η άκαμπτη φύση του υλικού το καθιστούσε μη κατάλληλο για το έργο.
Η λέξη "untender" δεν έχει πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες φράσεις για να περιγράψει κατάσταση ή χαρακτήρα:
"An untender response can sometimes feel harsher than the truth."
Μια σκληρή αντίδραση μπορεί μερικές φορές να φαίνεται πιο σκληρή από την αλήθεια.
"She gave an untender look that made him uncomfortable."
Έριξε μια άκαμπτη ματιά που τον έκανε να νιώθει άβολα.
"His untender demeanor often alienates those around him."
Η σκληρή του συμπεριφορά συχνά αποξενώνει αυτούς γύρω του.
Η λέξη "untender" προέρχεται από την πρόθεση "un-" που σημαίνει "μη" ή "όχι" και την λέξη "tender", η οποία προέρχεται από την παλαιά γερμανική γλώσσα "tender" σημαίνοντας "εύθραυστος" ή "τρυφερός".
Συνώνυμα: - Hard - Harsh - Stern
Αντώνυμα: - Tender - Gentle - Soft