Untrodden είναι επίθετο.
/ʌnˈtrɒd.ən/
Η λέξη "untrodden" αναφέρεται σε κάτι που δεν έχει πατηθεί ή εξερευνηθεί, συνήθως αναφερόμενη σε φυσικά τοπία όπως μονοπάτια ή περιοχές της φύσης. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό λόγο, όπως λογοτεχνία ή ποιήματα, για να δημιουργήσει μια αίσθηση μυσ mystery και ανακάλυψης. Η συχνότητα χρήσης της είναι λιγότερη σε καθημερινές προφορικές συνομιλίες.
Οι πεζοπόροι αποφάσισαν να εξερευνήσουν τα αδιάβατα μονοπάτια του δάσους.
An untrodden beach awaited them at the end of the journey.
Μια ανεξερεύνητη παραλία τους περίμενε στο τέλος της διαδρομής.
They felt a sense of adventure as they ventured into the untrodden lands.
Η λέξη "untrodden" μπορεί να μην είναι συνηθισμένη σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται σε περιγραφές που προάγουν την ιδέα της ανακάλυψης ή της εξερεύνησης.
"Προχωράμε σε αδιαβάτους τόπους."
"The artist drew inspiration from untrodden landscapes."
"Ο καλλιτέχνης αντλούσε έμπνευση από ανεξερεύνητα τοπία."
"In search of untrodden paths, they found a hidden waterfall."
"Ψάχνοντας για αδιάβατα μονοπάτια, βρήκαν έναν κρυμμένο καταρράκτη."
"Writing about untrodden experiences can lead to unique insights."
Η λέξη "untrodden" προέρχεται από το πρόθεμα "un-" που σημαίνει "μη" ή "όχι", και το ρήμα "tread" που σημαίνει "πατώ" ή "πατάω". Έτσι, "untrodden" κυριολεκτικά σημαίνει "δεν πατημένο".
Συνώνυμα: - Unexplored (ανεξερεύνητος) - Untraveled (μη ταξιδεμένος) - Unspoiled (μη κατεστραμμένος)
Αντώνυμα: - Trodden (πατημένος) - Explored (εξερευνημένος) - Traveled (ταξιδεμένος)