Η φράση "untutored shrewdness" αποτελείται από δύο λέξεις: "untutored" (επίθετο) και "shrewdness" (ουσιαστικό).
Phonetic transcription (IPA): /ˌʌnˈtuːtərd ˈʃruːdnəs/
Η φράση "untutored shrewdness" αναφέρεται σε μια οξύνοια ή επιτήδευση που υπάρχει χωρίς την επίσημη ή τυπική εκπαίδευση. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει άτομα που διαθέτουν φυσική ευφυΐα ή διορατικότητα που δεν έχει καλλιεργηθεί μέσω δομημένης μάθησης ή καθοδήγησης.
Συχνότητα Χρήσης: Η φράση δεν είναι ιδιαίτερα συνήθης, αλλά χρησιμοποιείται κυρίως σε λογοτεχνικά κείμενα ή ακαδημαϊκά άρθρα. Τείνει να χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο παρά σε προφορική ομιλία.
Η ακαθοδήγητη οξύνοιά του τον βοήθησε να πλοηγηθεί στις πολυπλοκότητες του επιχειρηματικού κόσμου.
Untutored shrewdness can often lead to surprising outcomes.
Η ακαθοδήγητη οξύνοια μπορεί συχνά να οδηγήσει σε εκπληκτικά αποτελέσματα.
She relied on her untutored shrewdness to make critical decisions.
Η φράση "untutored shrewdness" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορούμε να συναρτήσουμε το "shrewdness" με κάποιες ιδιωματικές χρήσεις της λέξης "shrewd".
Greek: Πρέπει να το παίξεις επιτήδευτα αν θέλεις να κερδίσεις την διαπραγμάτευση.
"Shrewd as a fox" - Πολύ έξυπνος και τεχνίτης, συνήθως χρησιμοποιούμενος σε αρνητικό πλαίσιο.
Greek: Είναι επιτήδειος σαν αλεπού όταν πρόκειται για συμφωνίες.
"Shrewd business decisions" - Έξυπνες επαγγελματικές αποφάσεις.
Η λέξη "untutored" προέρχεται από το πρόθεμα "un-" (δεν) και τη λέξη "tutored" (καθοδηγούμενος). Από την άλλη, η "shrewdness" προέρχεται από την αρχαία αγγλική λέξη "screod," που σημαίνει "κάτι επιτήδειο ή έξυπνο".