Επίθετο (Adverb)
/ʌnˈjuːʒuəli/
Η λέξη "unusually" χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάτι που συμβαίνει ή παρατηρείται σε σπάνιες ή ασυνήθιστες περιπτώσεις. Αυτή η λέξη συχνά χρησιμοποιείται στη γλώσσα για να προσδιορίσει κατάσταση, γεγονός ή συμπεριφορά που διαφέρει από το κανονικό ή το αναμενόμενο.
Το "unusually" χρησιμοποιείται με σχετικά υψηλή συχνότητα και ισχυρή παρουσία τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και ενδέχεται να συναντάται λίγο πιο συχνά σε γραπτά κείμενα για να περιγράψει ειδικές ή τεχνικές καταστάσεις.
The weather is unusually warm for this time of year.
(Ο καιρός είναι ασυνήθιστα ζεστός για αυτήν την εποχή του χρόνου.)
She spoke unusually fast during the presentation.
(Μίλησε ασυνήθιστα γρήγορα κατά τη διάρκεια της παρουσίασης.)
Unusually for him, he arrived early to the meeting.
(Ασυνήθιστα γι' αυτόν, ήρθε νωρίς στη συνεδρίαση.)
Η λέξη "unusually" δεν ανήκει σε πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε σύνθετες προτάσεις και φράσεις για να δώσει έμφαση ή να αναδείξει μια ασυνήθιστη κατάσταση.
She has an unusually keen sense of humor.
(Έχει μια ασυνήθιστα οξύμωρη αίσθηση του χιούμορ.)
It’s unusually quiet in the office today.
(Είναι ασυνήθιστα ήσυχο στο γραφείο σήμερα.)
This painting is unusually vibrant compared to the others.
(Αυτή η ζωγραφιά είναι ασυνήθιστα ζωντανή σε σύγκριση με τις άλλες.)
Unusually, he decided to take the day off without prior notice.
(Ασυνήθιστα, αποφάσισε να πάρει άδεια χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση.)
She has been unusually attentive lately.
(Ασυνήθιστα είναι προσεκτική τελευταία.)
Unusually, the train was on time this morning.
(Ασυνήθιστα, το τρένο ήταν στην ώρα του το πρωί.)
Η λέξη "unusually" προέρχεται από το πρόθεμα "un-" που υποδηλώνει την αντίθεση ή την απουσία, και τη λέξη "usual", που προέρχεται από τη λατινική "usus", που σημαίνει "χρήση". Έτσι, η λέξη ορίζεται ως "μη συνήθως".
Συνώνυμα: - Abnormally - Exceptionally - Incredibly
Αντώνυμα: - Usually - Normally - Commonly