Το "unveined" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA): /ʌnˈveɪnd/
Η λέξη "unveined" σημαίνει ότι κάτι δεν έχει φλέβες ή γραμμές που να προσομοιάζουν σε φλέβες. Χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει την επιφάνεια κάποιου υλικού ή αντικειμένου που δεν έχει τις χαρακτηριστικές γραμμές που συνήθως σχετίζονται με φλέβες (όπως σε πέτρες, μαρμάρα ή ξύλο). Είναι μια σπάνια λέξη και ως εκ τούτου έχει περιορισμένη χρήση, κυρίως σε γραπτές περιγραφές στον τομέα της τέχνης ή της γεωλογίας.
The artist chose an unveined marble for his sculpture.
Ο καλλιτέχνης διάλεξε ένα μάρμαρο χωρίς φλέβες για το άγαλμά του.
The wood used for the table was unveined, giving it a smooth and uniform appearance.
Το ξύλο που χρησιμοποιήθηκε για το τραπέζι ήταν χωρίς φλέβες, δίνοντάς του μια ομαλή και ομοιόμορφη εμφάνιση.
In geology, unveined rocks are often sought after for their aesthetic properties.
Στη γεωλογία, οι μη φλεβώδεις πέτρες συχνά αναζητούνται για τις αισθητικές τους ιδιότητες.
Η λέξη "unveined" δεν εμφανίζεται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις λόγω της σπανιότητάς της. Ωστόσο, μπορούμε να δημιουργήσουμε κάποιες προτάσεις όπου συνδυάζεται με άλλες λέξεις.
The unveined surface of the stone caught everyone's attention.
Η μη φλεβώδης επιφάνεια της πέτρας τράβηξε την προσοχή όλων.
She preferred unveined fabrics for her dress, as they looked more elegant.
Προτίμησε μη φλεβώδη υφάσματα για το φόρεμά της, καθώς φαίνονταν πιο κομψά.
The unveined design of the jewelry made it stand out.
Το μη φλεβώδες σχέδιο των κοσμημάτων το έκανε να ξεχωρίζει.
Η λέξη "unveined" σχηματίζεται από το πρόθεμα "un-" που σημαίνει "μη" και το ρήμα "vein", που προέρχεται από τη λατινική λέξη "vena", η οποία σημαίνει "φλέβα". Η σύνθεση αυτή υποδηλώνει την απουσία φλεβών.
Συνώνυμα: - Plain (χωρίς σχέδιο) - Smooth (ομαλός)
Αντώνυμα: - Veined (φλεβώδης) - Marked (σημαντικός, χαρακτηριστικός)