up-anchor: ρήμα (verb) - είναι ένας σύνθετος όρος που ενσωματώνει τις έννοιες "up" και "anchor".
/ʌp ˈæŋkər/
Ο όρος "up-anchor" σημαίνει την ενέργεια του να αφαιρείς ή να απαγκιστρώνεις μια άγκυρα, συνήθως αναφερόμενος σε πλοίο ή σκάφος που προετοιμάζεται να αναχωρήσει από μια θέση. Χρησιμοποιείται συχνά στον ναυτικό λόγο. Η συχνότητα χρήσης του είναι σχετικά χαμηλή, περισσότερο στον γραπτό λόγο παρά στον προφορικό.
Ας απελευθερώσουμε την άγκυρα και ιστιοδρομήσουμε στο επόμενο λιμάνι.
The captain ordered the crew to up-anchor before dawn.
Ο καπετάνιος διέταξε το πλήρωμα να απελευθερώσει την άγκυρα πριν την αυγή.
It's time to up-anchor and leave this beautiful bay.
Ο όρος "up-anchor" δεν είναι συνήθως μέρος κοινών ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ναυτικές φράσεις. Αντ' αυτού, θα μπορούσαν να αναφερθούν κάποιες σχετικές ιδιωματικές εκφράσεις:
"Απαγκιστρώσου και φύγε!" – Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει ότι πρέπει να αποδεσμευτούμε και να προχωρήσουμε σε νέες περιπέτειες.
"Time to up-anchor and seek new horizons."
Ο όρος "up-anchor" προέρχεται από τη σύνθεση της λέξης "up" (προς τα πάνω, απελευθέρωση) και "anchor" (άγκυρα). Ο ναυτικός όρος ουσιαστικά εξελίσσεται από τις διαδικασίες που σχετίζονται με τη ναυσιπλοΐα.
Συνώνυμα: - απελευθερώνομαι - αποδεσμεύομαι - αποχωρώ
Αντώνυμα: - αγκυροβολώ - προσδένομαι - παραμένω
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια συνολική εικόνα του όρου "up-anchor" και των συνιστωσών του.