Βαθμός: Ρήμα
/ʌˈpɛnd/
Η λέξη "upend" σημαίνει να ανατρέπεις ή να φέρνεις σε αντίθετη θέση κάτι, είτε κυριολεκτικά (π.χ., αναποδογυρίζοντας ένα αντικείμενο) είτε μεταφορικά (π.χ., αλλάζοντας ριζικά μια κατάσταση ή μια τάση). Χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτό και προφορικό λόγο, αν και ενδέχεται να είναι πιο συχνή σε πιο επίσημα ή λογοτεχνικά συμφραζόμενα.
The strong wind can easily upend the small table.
(Ο δυνατός άνεμος μπορεί εύκολα να ανατρέψει το μικρό τραπέζι.)
The new evidence could upend the entire investigation.
(Τα νέα στοιχεία θα μπορούσαν να ανατρέψουν ολόκληρη την έρευνα.)
Η λέξη "upend" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ειδικές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενταχθεί σε πιο ευρείες φράσεις. Εδώ είναι ορισμένα παραδείγματα:
The decision to upend the system surprised everyone.
(Η απόφαση να ανατρέψουν το σύστημα εξέπληξε όλους.)
Upending traditional beliefs can lead to societal progress.
(Η ανατροπή των παραδοσιακών πεποιθήσεων μπορεί να οδηγήσει σε κοινωνική πρόοδο.)
The company's strategy upended the market expectations.
(Η στρατηγική της εταιρείας ανατρέπει τις προσδοκίες της αγοράς.)
Η λέξη "upend" προέρχεται από τη σύνθεση των λέξεων "up" που σημαίνει "επάνω" και "end" που σημαίνει "άκρη" ή "τέλος", υποδηλώνοντας μια στροφή ή ανατροπή των συμβατικών θέσεων.
Συνώνυμα: - overturn (ανατρέπω) - topple (ανατρέπω, ρίχνω) - disrupt (διαταράσσω)
Αντώνυμα: - stabilize (σταθεροποιώ) - maintain (διατηρώ) - continue (συνεχίζω)