upmost - επίθετο
upmost /ˈʌp.məʊst/
Η λέξη upmost χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που βρίσκεται στην υψηλότερη θέση ή κατάσταση. Χρησιμοποιείται συχνά για να αναδείξει τον κορυφαίο βαθμό ή την πιο ακραία μορφή ενός χαρακτηριστικού.
Συχνότητα χρήσης: Η λέξη upmost είναι μεγαλύτερης σπανιότητας από άλλες παρόμοιες λέξεις, όπως το utmost. Χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό κείμενο παρά στον προφορικό λόγο.
The upmost priority is to ensure everyone's safety.
Η ανώτατη προτεραιότητα είναι να διασφαλιστεί η ασφάλεια όλων.
He placed the book on the upmost shelf.
Έβαλε το βιβλίο στην κορυφαία ράφα.
Her upmost concern was the well-being of her family.
Η υπέρτατη ανησυχία της ήταν η ευημερία της οικογένειάς της.
Αν και η λέξη upmost δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, μπορεί να εμφανίζεται σε φράσεις που σχετίζονται με важкість και προτεραιότητες.
Put your health at the upmost level.
Τοποθέτησε την υγειά σου στην ανώτατη θέση.
The upmost importance of ethics cannot be overstated.
Η υπέρτατη σημασία της ηθικής δεν μπορεί να υποτιμηθεί.
In times of crisis, the upmost need is effective leadership.
Σε στιγμές κρίσης, η υπέρτατη ανάγκη είναι η αποτελεσματική ηγεσία.
Η λέξη upmost προέρχεται από τη σύνθεση των λέξεων "up" και "most," όπου "up" αναφέρεται σε υψηλή θέση ή κατάσταση, ενώ "most" δηλώνει τον υψηλότερο βαθμό.
Συνώνυμα: - utmost - highest - topmost
Αντώνυμα: - lowest - bottommost - least