Η φράση "upper barrier" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈʌpər ˈbɛəriər/
Η φράση "upper barrier" αναφέρεται σε μια φυσική ή αφηρημένη φραγή που καθορίζει μια ανώτατη τιμή ή όριο σε οποιοδήποτε πλαίσιο, όπως οικονομικό, επιστημονικό ή φυσικό. Χρησιμοποιείται συχνά σε τεχνικά ή χρηματοοικονομικά κείμενα. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο παρά σε προφορικό λόγο, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στις δύο περιπτώσεις.
The stock price reached the upper barrier set by analysts.
Η τιμή της μετοχής έφτασε το ανώτατο όριο που καθόρισαν οι αναλυτές.
It is crucial to stay below the upper barrier in this experiment to avoid inaccuracies.
Είναι κρίσιμης σημασίας να παραμείνουμε κάτω από το ανώτατο όριο σε αυτό το πείραμα για να αποφευχθούν ανακρίβειες.
Η φράση "upper barrier" δεν είναι τόσο συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες εκφράσεις για να μεταφέρει μεγαλύτερες έννοιες:
Break the upper barrier: To exceed a previous limit or threshold.
Break the upper barrier in sales last quarter has boosted our confidence.
Η υπέρβαση του ανώτατου ορίου στις πωλήσεις της τελευταίας περιόδου έχει ενισχύσει την εμπιστοσύνη μας.
Set an upper barrier: To define a maximum limit for something.
We need to set an upper barrier for our budget in the project.
Πρέπει να καθορίσουμε ένα ανώτατο όριο για τον προϋπολογισμό στο έργο.
Lower the upper barrier: To make the highest limit less restrictive.
To encourage participation, we must consider lowering the upper barrier of entry.
Για να ενθαρρύνουμε τη συμμετοχή, πρέπει να σκεφτούμε το ενδεχόμενο να μειώσουμε το ανώτατο όριο εισόδου.
Η λέξη "upper" προέρχεται από τη γερμανική ρίζα "ober", που σημαίνει "πάνω", ενώ η λέξη "barrier" προέρχεται από το γαλλικό "barrière", που σημαίνει "φράγμα" ή "όριο". Η συνδυασμένη φράση υποδηλώνει ένα φράγμα που είναι πάνω ή ανώτερο.
High threshold
Αντώνυμα: