Upperclassman είναι ουσιαστικό.
[ˈʌpərˌklæsmən]
Ο όρος upperclassman αναφέρεται σε ένα φοιτητή ή φοιτήτρια που βρίσκεται στις ανώτερες τάξεις ενός σχολείου ή πανεπιστήμιου, συνήθως στους τελευταίους δύο χρόνους σπουδών (π.χ. τρίτος ή τέταρτος χρόνος σε πανεπιστήμιο). Χρησιμοποιείται κυρίως σε εκπαιδευτικά περιβάλλοντα και μπορεί να αναφέρεται σε άτομα που έχουν περισσότερη εμπειρία ή ωριμότητα σε σύγκριση με τους πρωτοετείς φοιτητές. Η χρήση του περισσεύει σε γραπτές αλλά και προφορικές επικοινωνίες.
Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά στην αγγλική γλώσσα κυρίως σε σχολικά και εκπαιδευτικά πλαίσια, αλλά είναι πιο κοινός για προφορικούς διαλόγους.
Ο ανώτερος φοιτητής προσφέρθηκε να με βοηθήσει να κατανοήσω το υλικό του μαθήματος.
I asked an upperclassman about their experience in the program.
Ο όρος upperclassman μπορεί να μην είναι ευρέως διαδεδομένος σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες κοινές εκφράσεις που αφορούν την εκπαιδευτική εμπειρία:
Ως ανώτερος φοιτητής, αισθάνομαι μια ευθύνη να καθοδηγώ τους πρωτοετείς.
Upperclassmen often have more opportunities for internships.
Οι ανώτεροι φοιτητές συχνά έχουν περισσότερες ευκαιρίες για πρακτική άσκηση.
Being an upperclassman means you can choose your own classes first.
Ο όρος upperclassman προέρχεται από την αγγλική γλώσσα και προήλθε από τη σύνθεση των λέξεων "upper" (άνω, ανώτερος) και "classman" (φοιτητής σε συγκεκριμένη τάξη ή επίπεδο).