Uppermost είναι επίθετο.
/ˈʌpərmoʊst/
Η λέξη "uppermost" αναφέρεται στο πιο ψηλό ή το κυριότερο σημείο σε ένα σύνολο. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι στην κορυφή ή έχει σημαντική σημασία. Συνήθως έχει μια αυστηρότερη χρήση σε γραπτά κείμενα, αλλά και προφορικά όταν επιδιώκεται να δοθεί έμφαση σε κάτι.
Η χρήση της λέξης είναι σχετικά συχνή, αλλά περισσότερο σε γραπτές μορφές, όπως λογοτεχνία ή επίσημα έγγραφα, παρά στην καθημερινή ομιλία.
Οι ανώτερες κλάδοι του δέντρου αγγίζουν τον ουρανό.
In her mind, the uppermost concern was her family's safety.
Στο μυαλό της, η κυριότερη ανησυχία ήταν η ασφάλεια της οικογένειάς της.
The uppermost layer of the cake was beautifully decorated.
"Το θέμα της κλιματικής αλλαγής παραμένει κυρίαρχο στη σκέψη πολλών ψηφοφόρων."
Uppermost position
"Κατείχε την ανώτατη θέση στην εταιρία για πάνω από μια δεκαετία."
Uppermost thoughts
"Οι κυρίαρχες σκέψεις της ήταν πώς να λύσει το πρόβλημα."
Hold uppermost
"Uppermost" συνδυάζει τη λέξη "upper," που προέρχεται από την παλιά αγγλική "uper," που σημαίνει "πάνω" και το πρόθεμα "-most" που σημαίνει "το πιο." Έτσι, η λέξη ερμηνεύεται κυριολεκτικά ως "το πιο πάνω."
Συνώνυμα: - Highest - Topmost - Foremost
Αντώνυμα: - Bottommost - Lowest - Least