Το "upset" σημαίνει να προκαλέσεις ή να νιώθεις αναστάτωση ή δυσαρέσκεια. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει κάποιον που είναι λυπημένος ή θυμωμένος λόγω συγκεκριμένων καταστάσεων.
wrinkle
Το "wrinkle" αναφέρεται κυρίως σε μια ρυτίδα ή τσακίτσα που σχηματίζεται σε έναν επιφάνεια, συνήθως στο δέρμα ή σε ένα ύφασμα. Στη γλώσσα, μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά για να περιγράψει μια μικρή προβληματική κατάσταση ή ανατροπή σε σχέδια.
Χρήση στη Γλώσσα Αγγλικά
Η λέξη "upset" χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο, ενώ το "wrinkle" χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτά κείμενα, ιδιαίτερα σε περιγραφές.
Παραδειγματικές προτάσεις
I felt upset when my friend canceled our plans.
Νιώθω αναστατωμένος όταν ο φίλος μου ακύρωσε τα σχέδιά μας.
She noticed a wrinkle on her blouse after sitting down.
Παρατήρησε μια τσακίτσα στη μπλούζα της αφού κάθισε.
Don't let small problems upset your day.
Μην αφήνεις μικρά προβλήματα να ταράζουν την ημέρα σου.
Ιδιωματικές Εκφράσεις
Upset the apple cart: Να προκαλέσεις αναστάτωση σε μια καλή κατάσταση ή σενάριο.
He really upset the apple cart by insisting on changing the plan.
Πραγματικά ταράξε τα νερά επιμένοντας να αλλάξει το σχέδιο.
Wrinkle in time: Μια αναφορά σε μια ανατροπή ή αλλαγή στην κανονική ροή χρόνου.
There was a wrinkle in time that altered the events of the past.
Υπήρξε μια ανατροπή στη ροή του χρόνου που άλλαξε τα γεγονότα του παρελθόντος.
Iron out the wrinkles: Να λύσεις τα μικρά προβλήματα ή παραγόντες που εμποδίζουν μια διαδικασία.
We need to iron out the wrinkles in the project before the presentation.
Πρέπει να λύσουμε τα μικρά προβλήματα στο έργο πριν την παρουσίαση.
Ετυμολογία
upset: Προέρχεται από το παλιό αγγλικό "upsitten", που σημαίνει να κάτσεις πάνω.
wrinkle: Από τη μέση αγγλική λέξη "wrinkel", που σχετίζεται με τη γερμανική λέξη "wrinkeln" που σημαίνει να τσακίζεις κάτι.