Uridylic acid είναι ένα ουσιαστικό.
/juːˈrɪdɪlɪk ˈæsɪd/
Uridylic acid είναι ένας νουκλεοτίδιος προερχόμενος από το ριβονουκλεϊκό οξύ (RNA), που περιέχει την βάση της ουρακίλης, τον ριβόζη και ένα φωσφορικό γκρουπ. Χρησιμοποιείται στη βιοχημεία ως δομικό στοιχείο των νουκλεϊκών οξέων. Η χρήση του είναι συχνή σε γραπτά κείμενα που σχετίζονται με τη βιολογία και τη γενετική, περισσότερο από ό,τι στον προφορικό λόγο.
Το ουριδιλικό οξύ παίζει καθοριστικό ρόλο στη σύνθεση του RNA.
Researchers are studying the effects of uridylic acid on cellular processes.
Οι ερευνητές μελετούν τις επιδράσεις του ουριδιλικού οξέος στις κυτταρικές διαδικασίες.
The presence of uridylic acid is vital for the function of ribozymes.
Η λέξη "uridylic acid" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, καθώς ανήκει σε ένα πολύ ειδικευμένο επιστημονικό πεδίο. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ορισμένες επιστημονικές φράσεις που σχετίζονται με την γενετική και τη βιολογία:
Η κατανόηση του ρόλου του ουριδιλικού οξέος στη γενετική είναι ουσιώδης για τη σύγχρονη βιοχημεία.
In bioinformatics, uridylic acid sequences help in decoding genetic information.
Στη βιοπληροφορική, οι αλληλουχίες του ουριδιλικού οξέος βοηθούν στην αποκωδικοποίηση γενετικής πληροφορίας.
The interaction between uridylic acid and other nucleotides is critical for RNA stability.
Η λέξη "uridylic acid" προέρχεται από τη βάση "ουρακίλη" (uracil) και τον όρο "νουκλεοτίδιο", σχετιζόμενη άμεσα με τον τύπο των οργανικών ενώσεων που αποτελούν τα νουκλεϊκά οξέα.
Συνώνυμα: - Ουριδινική οξύ (uridine acid)
Αντώνυμα: - Δεν υπάρχουν συγκεκριμένα αντώνυμα λόγω της εξειδικευμένης επιστημονικής φύσης της λέξης.